Κάθε χρονιά θέλει το τριπάκι της που θα μας βγάλει από την όμορφη μιζέρια του βάλτου και θα μας στείλει στο διάστημα. Πέρσι ήταν το ντεμπούτο των Γερμανών Samsara Blues Experiment (Long Distance Trip) που έκανε γλυκό ψυχεδελικό έρωτα στα μυαλά μας και φέτος είναι τούτο εδώ. Οι Wo Fat, λοιπόν, είναι τρεις τυπάδες από το Τέξας, υπάρχουν από το 2005 και αυτό είναι το τρίτο τους άλμπουμ. To Noche Del Chupacabra διαδέχεται το αριστουργηματικό Psychedelonaut του 2009 και εννοείται ότι προσδοκίες υπήρχαν πολλές. Ίσως κάποιος να πίστευε ότι δύσκολα θα επαναλάμβαναν κάτι τόσο καλό όσο αυτό που έκαναν στο προαναφερθέν άλμπουμ, αλλά τελικά οι τυπάδες φαίνεται ότι το έχουν με το παραπάνω και όχι μόνο μας προσφέρουν κάτι τουλάχιστον ισάξιο (η ιστορία θα δείξει αν είναι και καλύτερο) με το προηγούμενο αλλά φαίνεται και ότι εξελίσσουν και τον ήχο τους κάνοντας τον πιο μεστό με περισσότερα τζαμαρίσματα και ψυχεδέλειες απ' ότι μας είχαν συνηθίσει. Εδώ κατ' επέκταση υπάρχουν doom/stoner βάσεις όπως τις έμαθαν από τους πρωτομάστορες του είδους, Kyuss και Sleep , περιλουσμένες από μια έντονη heavy rock 70s-ίλα τύπου Blue Cheer, Black Sabbath, Mountain, σε συνδυασμό με ατέλειωτα μαγευτικά τζαμαρίσματα αλά Jimmy Hendrix. Ο δίσκος αποτελείται από 5 κομματάρες συνολικής διάρκειας 45 λεπτών και δεν υπάρχει ούτε μία αδύναμη στιγμή πουθενά. Κάθε κομμάτι χτίζεται ευλαβικά με εκπληκτικές εναλλαγές που δεν δημιουργούν, όμως, χάος αλλά έχουν στιβαρότητα. Η κιθάρα του Kent Stump έχει τον πρώτο λόγο και από τη μία μας προσφέρει μερικές τρομερά πωρωτικές ριφάρες και από την άλλη σολάρει μέχρι τελική πτώσεως δημιουργώντας πανέμορφα ψυχεδελικά ηχοτοπία. Το μπάσο του Tim Wilson κρατάει τα μπόσικα δίνοντας όγκο και doom χαρακτήρα σε πολλά σημεία που ρίχνουν της ταχύτητες, ενώ και στα ντραμς ο Michael Walter έχει κάνει τρομερή δουλειά και δίνει πολλές φορές ένα φρενήρη ρυθμό. Τα φωνητικά του Stump, τέλος, στάζουν μαγκιά και κολλάνε τέλεια με την όλη φάση. Τα τρία πρώτα κομμάτια είναι δυναμίτες και δέιχνουν με εμφανέστατο τρόπο ότι έχουμε να κάνουμε με δισκάρα, αλλά εκεί που μάζεψα το σαγόνι μου από το πάτωμα ήταν στο ισοπεδωτικό Phantasmagoria, που περιέχει μία από τις καλύτερες ριφάρες των τελευταίων ετών, με όλο το κομμάτι να χτίζεται πάνω σε αυτό, με λιγότερα τζαμαρίσματα, με το μπάσο να σπέρνει και τον Stump δίνει μία εξαιρετική ερμηνεία πάνω στο μικρόφωνο. Φινάλε με το απίστευτο ομώνυμο κομμάτι και εδώ τα πάντα ξεφεύγουν. Εδώ υπάρχει κατάθεση ψυχής μέσα σε 15 λεπτά ανελέητου τζαμαρίσματος που απλά δεν υπάρχουν πουθενά, αυτά που παίζουν τα παλικάρια. Τρελές εναλλαγές, φαζαρισμένη όσο-δεν-πάει κιθάρα, εξωφρενικά τέλειο rhythm section, ένα μαγικό ταξίδι που αν και κρατάει 15 λεπτά, παρακαλάς να μην τελειώσει. Όταν τελειώνει τελικά, καταλαβαίνεις ότι τα παλικάρια ξεπέρασαν τον εαυτό τους και μεγαλούργησαν κυριολεκτικά, προσφέροντας μας έναν δίσκο που έχει ότι ακριβώς γουστάρω σε αυτό το είδος: Ριφάρες, ψυχεδέλειες και 70s βάσεις, όλα τέλεια συνδυασμένα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μην σου είναι αρκετό και να παρακαλάς και για λίγο ακόμα. Όλα λύνονται όμως όταν πατάς το repeat. Και πίστεψε με, θα το πατήσεις πολλές φορές.
0 Say something...:
Δημοσίευση σχολίου