Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Αφιέρωμα The Mars Volta μέρος 1ο: Από τους At-the Drive in μέχρι τους TMV σήμερα

Με αφορμή την επερχόμενη κυκλοφορία των The Mars Volta, "Noctourniquet", θα κάνω ένα αφιέρωμα που για πολύ καιρό τώρα γύριζα στο μυαλό μου - επειδή τους λατρεύω, επειδή είτε αρέσουν είτε όχι παραμένουν ένας ιδιαίτερος και σημαντικός σταθμός των 00's, επειδή αποτελούν σταυροδρόμι μουσικών, συνεργασιών και επιρροών και επειδή κατά τη γνώμη μου μιλάμε για έναν κιθαρίστα που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους και θεωρώ πλέον οτι αφήνοντας το στίγμα του σίγουρα θα συζητιέται στο μέλλον, ως κορυφαίος της εποχής του - είτε τελικά γίνει ευρέως γνωστός είτε όχι.

Το αφιέρωμα αυτό θα αποτελέσουν 4 μέρη: ένα διπλό Καρακλάσσικ (το μηνιαίο μας review για έναν κλασσικό δίσκο), ένα Sinucidal (τα δικά μου σποραδικά review για δίσκους που με ταρακούνησαν με κάποιον τρόπο), μια αναδρομή στη μουσική πορεία των δύο ατόμων που αποτελούν τον πυρήνα και την καρδιά των TMV καθώς και το review του καινούριου δίσκου. Ελπίζω να τα απολαύσετε.

Atari Teenage Riot @ Gagarin 205, Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012


Λοιπόν δεν είμαι σίγουρος τι να γράψω για αυτή τη συναυλία. Είχα λίγες σχετικά προσδοκίες όπως είχα γράψει - κυρίως ακούγοντας τον τελευταίο δίσκο "Is This Hyperreal?". Δεν ήξερα πώς και τι θα βγει από τον πιο καλοφτιαγμένο ήχο του τελευταίου, καθώς τα βιντεάκια που είχα δει δεν με είχαν πολυπείσει, μου είχαν φανεί κάπως αποστειρωμένα και λίγο "εύκολα".

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Grá- Helfärd EP (2010)


Αυτό εδώ το δισκάκι από τους Σουηδούς Grá παρουσιάζει ενδιαφέρον. Περιέχει τέσσερα τραγούδια, σε γλώσσα που δε γνωρίζω, τα οποία παραπέμπουν στις βάσεις του black metal, όπως αυτό παιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κάτι τέτοιο αυτόματα τους καθιστά μη πρωτοπόρους, ίσως και μπάντα που πέφτει στη λούμπα της επανάληψης. Από την άλλη όμως, ήμουν πάντα της λογικής ότι αν η μουσική πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί καλή, ποιος νοιάζεται για το αν ανήκει σε παλιότερες εποχές? Η κλασική φράση μουσικών δημοσιογράφων «αν είχε βγει τότε θα μιλάγαμε για διαμάντι» πάντα με αηδίαζε. Άξιοι οι Blut Aus Nord που πάνε το θέμα μπροστά, οφείλουν όμως όλες οι black μπάντες να παίζουν έτσι σήμερα? Αυτά ως προς τις χρονολογικές παρωπίδες.

Στο Helfärd λοιπόν θα βρει κανείς την καλοδεχούμενη χύμα παραγωγή που θάβει drums και θολώνει τα όμορφα σκισμένα φωνητικά συμβάλλοντας στη δημιουργία της απαραίτητης ατμόσφαιρας που προάγουν ένα δίσκο του ιδιώματος από μαύρο σε άραχνο. Αν εκτεθείς στη μουσική του βρισκόμενος σε βαριά ψυχολογική κατάσταση, σίγουρα αυτή θα αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Και όταν μιλάμε για old school black metal αυτό είναι θεμιτό.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί το εξώφυλλο, μια θολή μαυρόασπρη φωτογραφία ενός κτηρίου γοτθικού τύπου με gargoyles. Η γωνία λήψης είναι τέτοια που σου δίνει την εντύπωση ότι πέφτεις από αυτό, ή ότι είσαι τέζα στην άσφαλτο και είναι το τελευταίο, άσχημο μα επιβλητικό πράγμα που θα δεις ποτέ. Φοβερά πιο επιτυχημένο από κάθε στέπα, φέρετρο και λοιπές corpsepaint ομορφιές.

Δεν κρατιέμαι να μην αναφέρω ότι ο εμετός που ακούγεται στο intro μου θύμισε το κατούρημα στο εναρκτήριο άσμα “Nattefrost Takes a Piss” του προσωπικού album “Blood and Vomit” του μπροστάρη των Carpathian Forest και την "True primitive narrow-minded black metal" λογική του. Κάτι τέτοιο τους αδικεί βέβαια, αφού από πίσω ακούγεται γραμμόφωνο και κάτι σαν Edith Piaf. Επίσης. Tο “Klagan och Längtan” θυμίζει κάτι από τις ατμόσφαιρες των Immortal του “At the Heart of Winter”.

Συνολικά το Helfärd κρίνεται αξιόλογο τόσο για τον back to ‘90’s ήχο του, όσο και για την ιδιαίτερη αισθητική του προσέγγιση, στοιχεία που δένουν και τα δύο άψογα μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν σας έπεσαν βαριά όλα αυτά, εμένα σίγουρα ναι παρόλη την αξία του δίσκου. Oπότε αφού το ευχαριστήθηκα, θα βάλω να ακούσω Mötley Crüe να έρθω στα ίσα μου.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Uzala - Uzala (2012)

Έχω στο repeat τον δίσκο των Uzala εδώ και αρκετές μέρες και κάθε φορά που λέω πως θα ήθελαν να πω δυό τρία πράγματα για αυτούς δεν ξέρω από που να ξεκινήσω. Ας κάνω την αρχή από τα βασικά λοιπόν, μας έρχονται από μία πόλη του Idaho, κάπου ανάμεσα στο τίποτα, αποτελούνται από 4 μέλη και πολύ γενικά θα μπορούσαμε να πούμε πως μουσικά κινούνται στα πλαίσια του doom ήχου με αρκετά ξεσπάσματα προς πολλές άλλες κατευθύνσεις. Αυτή η περιγραφή θα ήταν άδικη όμως, όπως και για πολλά άλλα συγκροτήματα, και σίγουρα λέει πολύ λιγότερα από την μισή αλήθεια για αυτούς.
Εδώ μιλάμε για ένα άλμπουμ που στο μυαλό μου μοιάζει με έναν γερασμένο πρακτικό της μαγείας, αργό στο βήμα και με χαρακτήρα οξύθυμο, όπου η μυρωδιά του χωμάτος τον περιβάλει. Σπίτι του είναι εκείνο το μέρος του δάσους όπου πάντα είχες την απορία τι μπορεί να συμβαίνει την νύχτα. Οι Uzala έχουν μαζέψει σαν κοράκια στην φωλιά τους ό,τι τους τράβηξε την προσοχή, αλλά δεν νομίζω πως έχει κανείς την διάθεση να το ζητήσει πίσω. Όταν τις επιρροές σου δεν τις χρησιμοποιείς απλά για να γράψεις μουσική στο ανάλογο ύφος αλλά τις έχεις κάνει βίωμα και σε εκφράζουν απόλυτα τότε δημιουργείς δίσκους σαν το ντεμπούτο αυτό.
Ξεκινώντας από το Batholith σε ρίχνουν κατευθείαν στα βαθιά νερά του ήχου τους, σε γκρεμούς από ξυράφια και σωτήρια αέρινα φωνητικά. Μια στάση στο old-school Fracture, εισπνοή από γνώριμο χαρμάνι πριν την επαναφορά στο πένθιμο μοτίβο στο οποίο θα μείνουν πιστοί ως το τέλος. Και για σφραγίδα κλείνουν με διασκευή στο Gloomy Sunday, τραγούδι με ομιχλώδη παρελθόν, γατρειά στην terminal spirit αρρώστεια.
Και αν γίνομαι λίγο γραφικός στις περιγραφές μου, δεν φταίω εγώ αλλά ούτε και οι Uzala. Φταίει ο Lovecraft, o Howard, οι Celtic Frost, τα Βαρδούσια και οι Earth.


Eko Eko Azarak.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Drink all the beers!!!

Μούσια, αμέτρητες μπύρες, up-tempo και sexy heavy rock και απεριόριστος χαβαλές είναι μόνο λίγα από τα συστατικά που αποτελούνται τα αριστουργηματικά βίντεο των τρισμέγιστων Red Fang. Απολαύστε άφοβα, υποχρεωτικά με μια μπύρα ανά χείρας:








Και να μην ξεχνιόμαστε. Στις 22 Απριλίου στο An Club, θα πραγματοποιηθεί το πάρτι της χρονιάς.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Monarch - Omens (2012)

Οι Γάλλοι Monarch δεν είναι νέοι στην πιάτσα. Υπάρχουν από το 2002 και τούτο εδώ είναι το έκτο τους άλμπουμ. Και πέρα από αυτά, κυκλοφορούν μανιωδώς σπλιτάκια και EPs, δείχνοντας αν μη τη άλλο, ότι το γουστάρουν με το παραπάνω αυτό που κάνουν. Αν βάλουμε μέσα στην εξίσωση ότι πρόκειται για μια βασικά drone μπάντα, τότε φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι οι μπάντες που καταπιάνονται με αυτό το είδος, διακρίνονται, συνήθως, από μια σπάνια εργασιομανία που πραγματικά δεν μπορώ να κατανοήσω (βλέπε Sunn O))), Boris, Nadja/Aidan Baker και άλλους).

Βέβαια, οι Monarch δεν είναι η κατεξοχήν drone μπάντα, τύπου Sunn O))). Ηχητικά βρίσκονται κάπου ανάμεσα στους Khanate, τους Menace Ruine και τους Corrupted, προσεγγίζοντας με μια sludge διάθεση το drone. Χαρακτηριστικό της μουσικής τους είναι τα πολύ όμορφα γυναικεία φωνητικά της Emilie Bresson, που δίνουν μια διαφορετική ηχητική διάσταση.

Το "Omens" αποτελείται από τρία κομμάτια συνολικής διάρκειας 35 λεπτών, με δύο μεγάλα στην αρχή και στο τέλος και ένα 3λεπτο ιντερλούδιο ενδιάμεσα. Το εναρκτήριο 12λεπτο "Blood Seeress" έχει στοιβαρό ρυθμό με τα ντραμς του Rob Shaffer (Dark Castle) σε σταθερά επαναλαμβανόμενο τέμπο όπως και το πελώριο, ογκώδες μπάσο, το fuzz της κιθάρας του Shiran Kaidin (Year Of No Light) κλασσικά τέρμα με ωραία αργά riffs και τις τσιρίδες της Bresson να περνάνε πάνω από το ατέλειωτο feedback, μαυρίζοντας περισσότερο την ατμόσφαιρα. Το ambient "Transylvanian Incantations" με τα στρυφνά synths μοιάζει σαν να βγήκε από soundtrack μετά-αποκαλυπτικής ταινίας και δένει ωραία με την όλη νοσηρή ατμόσφαιρα και αποτελεί τη δίοδο για το μεγαλειώδες 19λεπτο "Black Becomes The Sun". Εδώ οι κιθάρες είναι πιο μινιμαλιστικές με πανέμορφα θέματα που σε συνδυασμό με τα καθαρά αιθέρια φωνητικά δημιουργούν μια πανέμορφη ατμόσφαιρα, σπάζοντας τη μαυρίλα. Αυτό για περίπου επτά λεπτά πριν αρχίσουν τα πράγματα να βαραίνουν ξανά, το feedback να σκεπάζει τα πάντα και το "μαύρο" να καλύπτει τον ήλιο μέχρι και το φινάλε, δίνοντας τέλος σε μια συγκλονιστική σύνθεση και σε έναν πολύ καλό δίσκο που αξίζει τις ακροάσεις του.

Monarch On Facebook

Wino & Conny Ochs - Heavy Kingdom

Μερικοί άνθρωποι απλά δεν μπορούν να μένουν άπραγοι. Ευτυχώς για εμάς ο χώρος της undergound μουσικής έχει αρκετούς τέτοιους. Βέβαια εδώ μπορεί να πέσεις στην παγίδα της μετριότητας και της επανάληψης, κάτι που δεν ισχύει για όλους, αλλά όταν η ανάγκη για δημιουργία γίνεται πλέον βιολογική και αυτό φαίνεται και ακούγεται τότε βγαίνουν κυκλοφορίες υπεράνω κριτικής. Στην περίπτωση του Wino τα πράγματα βρίσκονται κάπου στην μέση. Στην καινούργια του κυκλοφορία, σε συνεργασία με τον Conny Ochs, έναν Γερμανό που τριγυρνάει με την ακουστική του κιθάρα (o οποίος δεν ήταν support act του Wino στο An, αλλά ο Darsombra) τον ακούμε να κάνει αυτό που ξέρει καλά. Πιθανότατα και το μόνο πράγμα που ξέρει. Τραγούδια με έντονο το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον ακροατή, στις μουσικές κλίμακες που τον ξέρουμε με στίχους λαιμητόμους. O Cony δεν παίζει απλώς τα ακομπανιαμέντα πάνω στην φωνή του Wino όμως. Μιλάμε για συνεργασία με το κάθε ένα να έχει ίδιους ρόλους και ίδια αξία. Ο δίσκος φαίνεται να έχει ηχογραφηθεί γρήγορα αλλά όχι βιαστικά. Τα λάθη που ακούγονται απλά κάνουν πιο αυθεντικό το δημιούργημα, στο κάτω κάτω μιλάμε για ακουστικό δίσκο, με σκοπό να παιχτεί ζωντανά και να κοσμίσει δισκοθήκες ανθρώπων που θα ενδιαφερθούν να ακούσουν.

Εν' ολίγοις μιλάμε για μία κυκλοφορία που ίσως σε μια δεκαετία να έχει ξεχαστεί, που μόνο συνειρμικά θα μνημονεύεται, η οποία ηχογραφήθηκε σαν παρένθεση στην κοινή περιοδία του Wino Με τον Conny, μόνο και μόνο γιατί κάποια πράγματα πρέπει να ειπωθούν μόνο όταν η στιγμή είναι κατάλληλη. Και αν θα υπάρξει μέλλον αυτό θα γίνει μόνο γιατί κάτι έμεινε απέξω, ή γιατί ήρθαν και άλλα βιώματα να προστεθούν και κάπως πρέπει να μιλήσεις για αυτά. Αλλοι γράφουν βιβλία, άλλοι γυρίζουν ταινίες ή τραβάνε φωτογραφίες. Αυτοί εδώ παίζουν μουσική.

Τώρα αν ο δίσκος είναι καλός, αυτό είναι προσωπική υπόθεση του ακροατή (πάντα δεν είναι;). Εμένα μου άρεσε, και πιστεύω πως μπορεί να κάνει τον κύκλο του από τα ηχεία του καθένα αφήνοντας κάτι πίσω. Απλά για το τέλος να πω πως ο WIno με τον Conny έχουν μία κυκλοφορία ακόμα, πάλι live ηχογράφηση για την σειρά Latitudes που βγάζει η Southern Lord με την ονομασία Labour of Love, καθώς και ότι το Heavy Kingdoms περιέχει μία εκπληκτική διασκεύη, το Highway Kind, τραγούδι ενώς τύπού, ο οποίος μουσικά ήταν στα χωράφια του folk/country, έγραφε εκπληκτικούς στίχους και τριγύρναγε και αυτός με την ακουστική του κιθάρα, σχεδόν πάντα άφραγκος, μόνιμα εθισμένος και ελάχιστες φορές ευτυχισμένος, του Townes Van Zandt. Όσοι είχαν δεί τον Scot Kelly στην συναυλία του στο Mo' better πριν κάποιο καιρό θα θυμουνται πως και εκείνος είχε πεί ένα τραγούδι του, το Tecumseh Valley. Για όποιον ενδιαφέρεται υπάρχει και ένα ντοκιμαντερ για τον Townes το 'Be Here To Love Me'.


Καλή βδομάδα.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Διασκευές Melvins, μέρος πρώτο.

Melvins. Κανονικά θα έπρεπε να προλογίσω αυτό το αφιέρωμα λέγοντας πόσο σημαντικό συγκρότημα είναι οι Melvins, πόσο μπροστά είναι οι Melvins, πόσο αυτό και πόσο εκείνο. Αν αξίζει να αναφερθεί ένα πράγμα μόνο, που για εμένα προσωπικά έχει νόημα τότε αυτό είναι πως οι Melvins αποτελούν ένα από τα ελάχιστα συγκροτήματα που και οι τέσσερεις μας που γράφουμε στο blog αυτό, γουστάρουμε. Οι Melvins λοιπόν, είναι αυτοί που είναι, και ένα μικρό κομμάτι από αυτό που είναι, θα προσπαθήσω να το αναλύσω με αυτό εδώ το πρώτο μέρος ενώς αφιερώματος, φόρο τιμής στις διασκευές που κατά καιρούς έχουν ηχογραφήσει ή εκτελέσει ζωντανά. Μιάς και έχουν κάνει πάνω από 20 διασκευές, και επειδή δεν βιαζόμαστε, θα ξεκινήσω με το κομμάτι εκείνο που παίξανε στο Rodeo, σε εκείνο το εκπληκτικο διήμερο που μας προσέφεραν.

Το Let me roll it είναι απο τα πιο αναγνωρισμένα τραγούδια, του πιο γνωστού και καλού δίσκου που μπόρεσε να κυκλοφορίσει μέλος των Beatles μετά την διάλυση τους. Το Band On The Run (1973) έτυχε πολύ καλής υποδοχής απο το γενικότερο φιλοθεάμον κοινό, μιάς και πρώτα απ'όλα, ο McCartney ήταν (και είναι) κάτι παραπάνω από απλά γνωστός. Λογικό λοιπόν να υπάρχει πάντα ντόρος για τις κυκλοφορίες του, είδικά στα 70's όπου τα χρόνια όπου οι Beatles μεσουρανούσαν δεν αποτελούσαν και τόσο μακρινό παρελθόν. Επιπλέον στο εξώφυλλο του δίσκου, που πλέον θεωρείται κλασσικό, ποζάρουν διάφοροι 'σελέμπριτις' της επόχης, μεταξύ άλλων και ο Christopher Lee (αυτός θα τους θάψει). Κάτι ακόμα που αξίζει να σημειωθεί είναι πως ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Λάγκος της Νιγηρίας, καθώς η 'μόδα' της εποχής ήταν οι μουσικοί με το αντίστοιχο βαλάντιο του Sir να επιλέγουν εξωτικούς προορισμούς για να βγάζουν τον δίσκο τους. Τέλος, όσων αφορά το Band on the Run τουλάχιστον, είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ και αξίζει όποιος ενδιαφέρεται να αφιερώσει κάμποσο χρόνο για την ακρόαση του.
Κλείνουμε την καταπακτή του χωροχρόνου λοιπόν γρήγορα γρήγορα και επιστρέφουμε στο αποπνικτικά γεμάτο Rodeo που φιλοξενεί τους Melvins επί σκηνής ( κάποιοι λένε ότι τους είδανε, οι περισσότεροι μόνο τους άκουσαν). Let me roll it. Πολύτιμη στιγμή και προσπαθώ να τη ζήσω όσο πιο έντονα γίνεται. Το τραγούδι, χωρίς πολλές παρεκλίσεις από την αυθεντική εκτέλεση, λίγο πιο αργό και αρκετά πιο βαρύ βέβαια, μας το προσφέρουν κλείνοντας μας το μάτι. Το έχουν αυτό οι Melvins, συνομωτούν με τον ακροατή, σαν τις σιχαμένες ιστορίες που μπορεί να ανταλλάξει μια αντροπαρέα, και προφανώς δεν θα ήθελε να ακουστεί παραέξω. Αυτά τα πράγματα είναι μόνο για εμάς που ξέρουμε και κατανοούμε. Gluey porch treatments για πάντα δηλαδή.
Η εκτέλεση αυτή δεν είναι από το αθηναϊκό live:

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Mastodon - Leviathan (Piano Version)



Παραείναι τέλειο, για να είναι αληθινό.

Howlin' Wolf - The Howlin' Wolf Album (1969)

"Now I didn't like it, you see. These queer sounds, you see. These electric guitars, they got them queer sounds. Most people still don't understand it. You know what I mean?"

Η εικόνα δεν είναι φτιαγμένη από κάποιον εξυπνάκια οπαδό. Είναι το εξώφυλλο του album. Και η ατάκα σε εισαγωγικά ακούγεται δια στόματος του ίδιου μέσα στο δίσκο. Και είναι η αλήθεια. Το 1968 ο Chester Burnett ή κατά κόσμο Howlin’ Wolf, πείθεται από την εταιρία του να ηχογραφήσει ένα δίσκο με κομμάτια που είχε ήδη γράψει σε παλιότερα albums, αλλά αυτή τη φορά με έναν έντονο ψυχεδελικό αέρα.

Πιο συγκεκριμένα, ο Marshall Chess της Chess records (μούτρο της εποχής που έχει δουλέψει με blues και rap καλλιτέχνες αλλά και σαν δεξί χέρι των Stones στα 70’s), μυρίζεται φράγκα στην επιτυχία του Jimi Hendrix αλλά και στην τότε αναβράζουσα ψυχεδελική σκηνή των Η.Π.Α. και στρώνει τον Burnet να επανεκτελέσει τα κλασικά, ωμά και ακατέργαστα blues του με Summer of Love oriented ενορχηστρώσεις.

Βέβαια, η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ Chicago και San Francisco είναι μεγάλη. Μεγάλος ήταν επίσης και ο Howlin’ Wolf που το 1969 είχε ήδη 10 βαρύγδουπα έτη δισκογραφίας στην πλάτη του και από την αρχή στράβωσε με το όλο εγχείρημα. Τα late 60’s όμως, ήταν χρόνια πειραματισμού και αυτό πιθανόν να έπεισε τον αγαπημένο bluesman να γράψει το δίσκο παρά τις όποιες ενστάσεις του.

Εμπορικά ο δίσκος δε τα πήγε καλά, σε αντίθεση με το αντίστοιχο πείραμα στο “Electric Mud” album του Muddy Waters, υποκινούμενο πάλι από τον Marshall Chess, για τις ανάγκες των ηχογραφήσεων του οποίου είχαν χρησιμοποιηθεί οι ίδιοι μουσικοί. Πιθανόν να φταίει το εξώφυλλο που σε πιάνει από τα μούτρα. Πως γίνεται να αποδώσει ένα εγχείρημα του οποίου ο πρωταγωνιστής δεν πιστεύει ο ίδιος σε αυτό άλλωστε? Κάτι τέτοιο έχει δηλώσει και ο ίδιος ο Howlin’ Wolf. Ο Chess μάλλον έμαθε το μάθημά του για το artwork καλά, αφού αργότερα συνέβαλε στη δημιουργία του υπερεπιτυχημένου και διεθνώς αναγνωρίσιμου logo των Rolling Stones με τη γλώσσα…

Στο ζουμί τώρα. Θεωρώ τον Howlin’ Wolf την καλύτερη φωνή των Blues. Ο δίσκος αυτός περιλαμβάνει τα τραγούδια που θα βρεις πάνω κάτω σε κάθε best of συλλογή του, υπογεγραμμένα συνήθως από τον ίδιο ή/και τον άρχοντα Willie Dixon. Το πείραμα να μπολιάσουν με ψυχεδέλεια τον τραχύ και απλό ήχο του, στα δικά μου αυτιά στέφεται με επιτυχία, διότι αποτελεί επί της ουσίας ένα δίσκο διασκευών από τον original δημιουργό. Με ιντριγκάρει επίσης το ότι ενώ έχουμε συνηθίσει να ακούμε rockers να προσκυνάνε το ιερό ιδίωμα των blues, είτε απευθείας μέσω της μουσικής τους, είτε μέσω δηλώσεων, εδώ συμβαίνει το αντίθετο, ο «παλιός» κοιτάζει μπροστά! Σύμφωνοι, τα τραγούδια σε σύγκριση με τις αυθεντικές τους εκτελέσεις, χάνουν ένα μεγάλο μέρος της μελαγχολίας, της πουτανιάς και της αλητείας τους. Γίνονται όμως πιο ταξιδιάρικα, πιο “feelgood”. Θα τα γουστάρουν τόσο οι άνθρωποι που ανατριχιάζουν στη σκέψη του Monterey Pop festival όσο και οι ασήκωτοι ρέκτες των blues που κάπου κάπου θα παραγγείλουν mojito αντί για bourbon.

Προφανώς ο Chester Burnett το 1969 παραήταν περπατημένος για να ψαρώσει με αγάπες, λουλούδια και ταξίδια με Lsd. Μαγκιά του όμως που μπήκε σε νέα χωράφια (τα οποία βεβαίως είχε, έστω και άθελά του, καλλιεργήσει νωρίτερα)και τα κατάφερε, κι ας ήταν αρνητικός εξ’ αρχής. Μαγκιά και των μουσικών που έχουν κάνει τρομερή δουλειά βέβαια. Σε καμία περίπτωση δε θα θυμόμαστε τη φωνή τη φυσαρμόνικα και την κιθάρα του χάρη σε αυτό το δίσκο. Είναι όμως μια ιδιαίτερη προσέγγιση στη μουσική του που ανά διαστήματα θα φροντίζουμε να απασχολεί το στερεοφωνικό μας. Μπορεί να γκρίνιαζε όσο ήθελε γι’ αυτό το δίσκο, αλλά ακόμα και εδώ, ο λύκος αλυχτούσε.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Routes - Land of Holy Dope


Άμα μπορώ αβίαστα να βγάλω ένα συμπέρασμα για τις μουσικές προτιμήσεις μου μετά από αρκετά χρόνια που πηγαίνω σε συναυλίες είναι πως, εάν το συγκρότημα είναι καλό live, τότε μικρή διαφορά θα κάνει το ηχογραφημένο υλικό στην εικόνα που έχω ήδη σχηματίσει. Οι Routes λοιπόν ανήκουν στην κατηγορία των ελληνικών συγκροτημάτων όπου έχω απολαύσει μόνο ζωντανά, μέχρι τώρα τουλάχιστον που έπεσε στα χέρια μου το Land Of Holy Dope. Ανέκαθεν γούσταρα το alcohol-driven ύφος τους, την φασαρία που κάνανε με τις δύο κιθάρες αλλά και με την προσθήκη ατόμου με σκοπό να ομορφαίνει τα κομμάτια με effects. Αυτή η γνώμη λοιπόν δύσκολα θα άλλαζε αμά ο δίσκος τους δεν ήταν καλός αλλά εδώ δεν μιλάμε για αυτή τη περίπτωση.
Το Land Of Holy Dope είναι από τις πιο καλές εγχώριες (και όχι μόνο) δουλειές που άκουσα τελευταία. Συγκροτήματα που θα σε κάνουν να θέλεις να αράξεις για λίγο σε κάποιο ηλιόλουστο μπαλκόνι, να τσιτώσεις την ένταση σε κάποια νυχτερινή βόλτα με το αμάξι ή να ξυπνήσεις με τίγκα όρεξη για τεμπελιά δεν θα λείψουν ποτέ στον χώρο του stoner, βρίσκω όμως τους Routes να λειτουργούν υπέροχα σε αυτές τις καταστάσεις και δεν νιώθω την ανάγκη να το αντικαταστήσω με τίποτα άλλο στο cd player.
Με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο στις αλλάγες που κάνανε στον ήχο τους. Τα γκάζια παραμένουν όπως είχαν αλλά η αγριάδα έχει δώσει λίγο πιο πολύ χώρο στις πιό tripαριστές στιγμές τούς. Νομίζω πως ακούω να πηγαίνουν και στους ίδιους λίγο καλύτερα οι αλλαγές αυτές, η μουσική τους, τους βγαίνει πιο έυκολα με αποτέλεσμα ολόκληρος ο δίσκος να ρέει χωρίς κοιλιές ή βαρετά σημεία. Γενικά οι φαν του ήχου θα βρούν αρκετά καλά σημεία που θα την 'πατήσουν' όπως εγώ, και από την δευτερή ακρόαση θα ψιλομουρμουρίζουν το 'Fine' ή το 'Hit the ground'.
Τώρα όσοι δυσανασχετούν στην ιδέα να ακούσουν συγκρότημα με δίσκο ονόματι Land of Holy Dope, και τραγούδια με τίτλους όπως 'Maryjuane and the Kingdom Comes' , 'A Million Pills' και 'Help me Doctor to get High' καλά θα κάνουν να μην το ακούσουν. Όχι για κάποιο άλλο λόγο, αλλά γιατί θα τριγυρνάνε και θα λένε πως είναι μουσική για μαστούρηδες. Κατι σαν να λες πως οι Cannibal Corpse είναι μουσική μόνο γαι ψυχοπαθείς δολοφόνους που διατηρούν την φόρμα τους με αυστηρή δίαιτα αποτελούμενη από νεογέννητα. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια απο το γυμνάσιο όμως...

Καλή βδομάδα.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Συνέντευξη Cloven Hoof


Στο τσακ πρόλαβαν το τρένο του NWOBHM, πριν εκτροχιαστεί πρόωρα. Με τρεις δίσκους διαμάντια στη σειρά που έχουν βρει τη θέση τους σε ψαγμένες δισκοθήκες και καρδιές, οι Cloven Hoof επισκέφτηκαν τη χώρα μας στα πλαίσια του Up the Hammers festival και φυσικά δε γινόταν να μην επιδιώξω μια εφ όλης της ύλης κουβέντα μαζί τους! Οι κύριοι Lee Payne και Russ North, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης στο ξενοδοχείο που διέμεναν, παρέδωσαν μαθήματα ξεροκεφαλιάς, χιούμορ, αφοσίωσης, νεανικού παρορμητισμού αλλά και εμπειρίας. Απολαύστε τους ευγενέστατους και ομιλητικότατους heavy metal ήρωες Cloven Hoof εκτός σκηνής!


B- Αν δεν κάνω λάθος αυτή είναι η πρώτη εμφάνιση της χρονιάς.

LP- Ναι, αυτή είναι η πρώτη συναυλία για φέτος.

B- Είστε χαρούμενοι που παίζετε συναυλίες ξανά?

LP-Είναι από τα πιο αφοσιωμένα supports στον κόσμο. Ξεκινήσαμε εκ νέου την καρίερα μας το 2004.

RN- Χαιρόμαστε που επιστρέψαμε.

LP- Είναι κάτι πνευματικό για εμάς, αγαπάμε την Ελλάδα, είστε τόσο αφοσιωμένοι που χαιρόμαστε που το εναρκτήριο συναυλιακό λάκτισμα γίνεται εδώ.

B- Είναι ωραίο να το ακούμε αυτό.

LP- Απολύτως!

B- Χάρηκα που επανήλθες στις τάξεις της μπάντας

RN- Και εγώ το ίδιο!

B- Γιατί διέκοψες κάποια χρόνια πριν?

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Cannibal Corpse - Torture (2012)

Αισίως ο δωδέκατος δίσκος των κανίβαλων. Συνήθως οι μπάντες με εικοσιδύο χρόνια παρουσία στο χώρο δεν έχουν πολλά να προσφέρουν. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει όμως με τους Cannibal Corpse. To “Torture” τους βρίσκει σε απίστευτη φόρμα και με ελαφρώς old school διάθεση.

Το αμερικάνικο συγκρότημα αποφάσισε να ξεσκονίσει παλιούς thrash metal δίσκους και αφού έφεραν μερικές βόλτες πάνω στη βελόνα, ενσωμάτωσαν διακριτικά το feeling της εποχής μέσα στον trademark ήχο τους. Φυσικά το αποτέλεσμα είναι το γνωστό τεχνικό brutal death metal και τίποτα λιγότερο. Την παραγωγή επιμελήθηκε για τρίτη συνεχόμενη φορά ο Eric Rutan (Hate Eternal, Morbid Angel). Alex Webster, Paul Mazurkiewicz, Pat o’Brien (ex- Nevermore) αλλά και ο «επαναπατρισμένος» Rob Barret, συμβάλουν όλοι στη δημιουργία των τραγουδιών τα οποία όταν πατήσεις play βρίσκονται στο έλεος της κτηνώδους φωνής και του αβυσσαλέου έχω-πιο-παχύ-λαιμό-και-από-τον-Mike-Tyson-headbanging του Corpsegrinder.

Προφανώς δεν ξανά ανακαλύπτουν τον τροχό, δεν πρωτοτυπούν και φυσικά δε μιλάμε σε καμία περίπτωση για τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό όμως, το Torture τους βρίσκει δισκογραφικά συνεπείς, καθότι συνθετικά και εκτελεστικά όλα τα κομμάτια κυμαίνονται στα πολύ υψηλά επίπεδα ποιότητας που μας έχουν συνηθίσει. Η απόκτησή του είναι must για κάθε “gore obsessed” οπαδό. A! Και για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια, επιτέλους splatter εσώφυλλο!

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Sungrazer + Brotherhood of Sleep @ Six d.o.g.s 11/03

Ενώ αρχικά δεν ήταν στα οικονομικά μου σχέδια να παρακολουθήσω το συγκεκριμένο live, καθώς όμως πλησίαζαν οι μέρες αντιλήφθηκα πως δεν κοροιδέυω κανέναν. Ζωντανές εμφανίσεις όπως η χθεσινή είναι απο αυτές που λειτουργούν θεραπευτικά κατά της καθημερινότητας, ειδικότερα όταν η εξεταστική έχει τελειώσει μόλις δύο μέρες πριν, και γνωρίζεις πως την άλλη μέρα ξεκινάει άλλη μία καινούργια βδομάδα. Και στην τελική όταν το εισιτήριο είναι στα 15 ευρώ, η απόφαση να κάνω μία βόλτα από το κέντρο της πόλης γίνεται πιο έυκολη.

Χωρίς πολλές καθυστερήσεις λοιπόν, κοντά στις 9:30 ανεβήκαν οι Brotherhood of Sleep για να ανοίξουν το live, και με χαρά διαπιστώνω πως τόσο το συγκρότημα όσο και εμείς, το κοινό, μόνο διεκπαιρεωτικά δεν λάβαμε την εμφάνιση τους. Ως επί το πλείστον ο κόσμος τους ξέρει πλέον, όπως γνωρίζει και μέρος των συνθέσεων τους, και αυτό είναι βασικό συστατικό για να αρχίσουμε όλοι να λειτουργούμε εγκεφαλικά στο ίδιο μήκος κύματος ήδη απο το opening act, μία αίσθηση που χαρακτήρισε και την υπόλοιπη βραδιά. Οί Brotherhood λοιπόν παρουσίασαν παλιό και καινούργιο υλικό, με το ντράμμερ τους γιά άλλη μία φορά να αποδεικνύει πως γνωρίζει πως να γράφει κομμάτια για τα τύμπανα, δημιουργώντας μελωδίες και δυναμικές και όχι μόνο ρυθμούς, παίζοντας ανάμεσα στο μπάσο χωρίς όμως να σταματάει να είναι αυτός που 'κουβαλάει΄τα κομμάτια. Ο ήχος των παιδιών είναι πάντα ποιοτικός, οι συνθέσεις τους ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, αυτά είναι γνωστά, οπότε ήθελα απλώς να κάνω αναφορά στα ντραμς, που συνήθως δεν δίνεται η βαρύτητα που θα έπρεπε, αν και γνωρίζω πως όσοι κάνουν τον κόπο να διαβάσουν αυτό το κείμενο, το γνωρίζουν ήδη αυτό.


Sungrazer λοιπόν. Ατόμα που εμπιστέυομαι την κρίση τους έλεγαν μόνο τα καλύτερα για τις ζωντανές εμφανίσεις των Ολλανδών, και η αλήθεια είναι πως και μόνο ακούγοντας τα άλμπουμ τους σου βγάζουν αυτό το αίσθημα, ή τουλάχιστον την επιθυμία να διαπιστώσεις live περί τίνος πρόκειται. Το Mirador έκανε αρκετό κόσμο να τους επιλέξει ανάμεσα στα καλύτερα του 2011, αλλά και η ομώνυμη κυκλοφορία τους του '10 ( δεν ξέρω αν πρεπεί να ονομαστεί ep ή κανονική δουλειά) έχει μέσα πολύ σπουδαίο υλικό. Το trio λοιπόν δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο, δεν έχεις και πολλά περιθώρια άλλωστε όταν δεν κουβαλάς πλούσια δισκογραφία στην πλάτη σου, και θες να προσφέρεις μία τίμια, πλούσια, ζωντανή εμφάνιση.
Ο ήχος τους βαρύς και γεμάτος παρά τα λίγο υπερβολικά μπάσα στην αρχή, χωρίς να ενοχλεί, σε άφηνε ελευθερό να παρακολουθήσεις χωρίς να προσπαθείς να ακούσεις τι παίζει ο καθένας. Αυτό συνηγόρησε στο να μην χάσουμε στιγμή από ο,τιδήποτε, μιάς και ισσοροπούσαν ανάμεσα στην σωστή εκτέλεση των όμορφων και γλυκών συνθέσεων τους, αλλά και σε μία αίσθηση χαλαρότητας και αυτοσχεδιασμού. Στο 20λεπτό λοιπόν σχολιάσαμε μαζί με την παρέα σε κλίμα ευφορίας και χαβαλέ πως, να δούμε πότε θα παίξουν και κάποιο κακό τραγούδι. Οι Sungrazer σίγουρα δεν μας άκουσαν να το λέμε αυτό, αλλά δεν θελήσαν σε καμία περίπωση να μας κάνουν την χάρη. Ολες οι εκτελέσεις τους ήταν άκρως ενδιαφέρουσες, ακόμα και τραγούδια που ίσως είναι πιο αδύναμα κατάφεραν να τα φέρουν στο ίδιο επίπεδο με όλα τα άλλα. Εν κατακλείδι, μπορεί να μιλάμε για νέα μπάντα, αλλά είχαν αέρα και ξέρουν τι κάνουν, κρίμα για όσους δεν μπόρεσαν να έρθουν, ακόμα πιο κρίμα που υπάρχει κόσμος και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας που θα ήθελε να ήταν εκεί αλλά εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε. Και τέλος, να ρωτησω, πόσο ψαρωτικό το κλείσιμο της βραδιάς με το Mountain Dusk και με τον ενισχυτή της κιθάρας να μουγκρίζει σκίζοντας τον αέρα πανω απο τον κόσμο στο six dogs; Νιώθω απόλυτα χαλαρός και ας είναι Δευτέρα πρωί, και ξέρω πως πρεπεί να ευχαριστήσω τους Sungrazer για αυτό. Καλή βδομάδα.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Συνέντευξη Witchcurse


Δυστυχώς δεν μπόρεσα να παρευρεθώ την πρώτη μέρα του Up the Hammers festival και κατά συνέπεια έχασα την εμφάνιση των αμετανόητων heavy metallers Witchcurse από τη Θεσσαλονίκη, βρεθήκαμε όμως την επόμενη με τον Σωτήρη (κιθάρα) και τον Δημήτρη (μπάσο, φωνή) για μια συνέντευξη, η οποία κινήθηκε σε χαλαρό κλίμα. Περισσότερα για την κουβέντα μας σχετικά με το συγκρότημα, την ελληνική σκηνή αλλά και το Heavy Μetal γενικότερα, μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω!

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Christian Mistress - Possession (2012)



Μετά τους φοβερούς Royal Thunder, η ειδικευόμενη στον ακραίο ήχο Relapse, πιάνει το σφυγμό της εποχής και υπογράφει τους Christian Mistress απo την Washington. Ήδη, από τα πρώτα δείγματα της δουλειάς τους, τους είχα ξεχωρίσει, αλλά περίμενα να διαθέσουν ολόκληρο το δίσκο τους για streaming στην bandcamp σελίδα τους, ώστε να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη άποψη.

Το Possession album λοιπόν, που ακολουθεί το Agony and Opium του 2010, είναι τεράστια δισκάρα. Πρόκειται για βουτιά στα άδυτα του παρελθόντος της σκληρής ηλεκτροδοτούμενης μουσικής, ανάδυση στην επιφάνεια με το θησαυρό στα χέρια και εν συνεχεία τοποθέτησή του στο πιο ταιριαστό σημείο μιας σκηνής την οποία καβαλάνε ένα μάτσο πιτσιρικάδες του σήμερα και την κάνουν μονομιάς να δείχνει μικρή κάτω από τα πόδια τους.

Το παράκανα λες? Ρίξε μια "αυτιά". Όλο το μεγαλείο των κολοσσών, Ευρωπαίων και Αμερικάνων, από τη δεκαετία του 1970 και δώθε, παρελαύνουν πάνω στις ταστιέρες, τα δέρματα των drums και τους μαγνήτες του μικροφώνου και ξεχύνονται με ορμή από τα ηχεία σαν ένα μείγμα ομοιογενές που έχει γεύση...2012! Δεν ξέρω πως τα καταφέρνουν, ούτε με νοιάζει. Όταν έχω εννιά τραγούδια να ακούσω και μέσα τους δεν υπάρχει ούτε ένα filler, όταν όλος ο δίσκος ρέει σαν ολότητα αλλά λίγο πριν το τέλος σου πετάνε και ένα hit-άκι σαν το Haunted Haunted, που κάνει τους πιo βαρύμαγκες heavy rockers να κοκκινίζουν και τις οπερατικές ντίβες του metal να κρύβονται πίσω από τόνους make up και photo shop, οι μέθοδοί τους δε με απασχολούν.

Πως περιγράφεις όμως τη μουσική τους? Ηard rockin' occult heavy metal ίσως. Μερικές φορές οι ταμπέλες λειτουργούν ανασταλτικά μπροστά στην αξία ενός αυτόνομου δίσκου, αλλά κάπως πρέπει να το περιγράψουμε. Λιγότερο doom από τους Blood Ceremony, λιγότερο occult από τους Devil's Blood, οι CM ηχούν σαν Angelwitch με εμφανείς αλλά σωστά τοποθετημένες επιρροές από Thin Lizzy, Black Sabbath αλλά και Saxon και Aerosmith. NWOBHM που κάποιες φορές γέρνει περισσότερο προς MSG παρά προς Priest αν θες. Τα δυνατά χαρτιά τους είναι η διπλή κιθαριστική καταιγίδα τους που, κεραυνοβολεί πραγματικά τραγούδια όπως το ομότιτλο Pοssession (Aπό τους Σουηδούς Faith, they have done their homework και μας πιάνουν αδιάβαστους), αλλά και η τραγουδίστρια Christine Davis. Η κοπελιά είναι ατόφιο heavy metal λαρύγγι με βαθύ συναίσθημα. Στη φωνή της, οι γνώστες θα διακρίνουν το πνευματικό τέκνο της Grace Slick, και αυτό είναι πολύ βαριά κουβέντα...

Ξεχάστε ντίβες που διατηρούν προσωπικές σελίδες με tips καλλωπισμού. Ξεχάστε τους Huntress που τρώνε μεγάλη προώθηση, τα πλαστικά βυζιά τους, την πλαστική παραγωγή τους και το Arch Enemy wannabe/cheeseburger occult metal τους. Θέλουμε τις γυναίκες αληθινές, καμπυλωτές και να ιδρώνουν rock n roll! Αν υπάρχει έστω και μια στάλα αξιοκρατίας, οι Christian Mistress θα γίνουν τεράστιοι!


http://christianmistress.bandcamp.com/

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Dead Can Dance: The Arrival and the Reunion

Για άλλη μια φορά το 2012 αποδεικνύεται επική χρονιά συναυλιών:


Dead Can Dance  επανενωμένοι, πουθενά αλλού από τον Λυκαβηττό στην Αθήνα καθώς και στο Θέατρο Γης στη Θεσσαλονίκη, 23 και 21 Σεπτεμβρίου αντίστοιχα.

Για όσους δεν συνειδητοποιούν το πόσο ταιριάζει και πόσο παγανιστικός μπορεί να είναι αυτός ο συνδυασμός:

Ορίστε, έχετε και μια μέρα κενό για να δείτε στην Αθήνα Amenra.

Υ.Γ.: Επίσης, 3 Μαΐου Scott Kelly στο Roi Mat. Περισσότερα για αυτό λέητερ.


credit: Μομφερατικός (φυσικά) για την ενημέρωση

Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

UP THE HAMMERS 2012: CLOVEN HOOF, SKYCLAD, Αν Club, Παρασκευή 2/3, Σάββατο 3/3 2012



Ναι ξέρω, έπαιξαν και οι Witchcurse, Gae Bolga, Sorrows Path, Dark Forest, Holy Martyr, Pagan Altar, Shock Paris, Lethal Saint, Serpent Saints, Axevyper, Valr, Metal Inquisitor, Remember Lizzy. Αλλά τι να κάνω που ο χρόνος δε με έπαιρνε με τίποτα για να τους παρακολουθήσω όλους. Αναφορικά να πω μόνο ότι άκουσα τα καλύτερα για τους Metal Inquisitor ενώ για τους Sock Paris οι ψίθυροι έλεγαν ότι κούρασαν με τα πολλά καινούρια τραγούδια που παρουσίασαν. Επειδή έχω ξαναδεί τους Remember Lizzy αρκετά χρόνια πριν και ήταν μια απολαυστική και δοσμένη tribute μπάντα, υποθέτω ότι χθες έκλεισαν το φεστιβάλ με ωραίο τρόπο αλλά και πάλι εκεί δεν ήμουν...Sorry στα συγκροτήματα που δεν είδα και δε μπορώ να εκφέρω άποψη αλλά μερικές φορές λόγω κάποιων παραμέτρων διαλέγεις να δεις αυτά που σε ενδιαφέρουν περισσότερο....

Cloven Hoof δηλαδή! Ένα από τα πιο αδικημένα συγκροτήματα της New Wave of British Ηeavy Metal περιόδου, που μπορεί στο τσακ να ανέβηκε με τo ένα πόδι στο τραίνο του ΝWOBHM αλλά έχει βγάλει τρεις δίσκους διαμάντια και συνεχίζει πεισματάρικο. Κατέβηκα βιαστικά τις σκάλες του Aν με το εναρκτήριο, πιο-μέταλ-πεθαίνεις "Rising Up" να έχει μόλις ξεκινήσει. Ο πρόσφατα επιστρέψας στις τάξεις της μπάντας, Russ North ερμήνευσε με την ίδια συγκλονιστική φωνάρα που είχε το 2008 και το τωρινό line up απέδιδε τα μέγιστα. Ο αρχηγός Lee Payne στο μπάσο δύσκολα έκρυβε τη χαρά του. Όσο για το setlist? Αποκλειστικά από το "Cloven Hoof" και το "Dominator" με εξαίρεση το "Inquisitor", το οποίο με το που το έπιασε στο στόμα του ο North συνειδητοποίησαν και οι τοίχοι ποιος είναι ο μοναδικός που μπορεί να φροντάρει τους Hoof και ποια φωνή είχε στο μυαλό ο Payne όταν το ηχογραφούσαν με το, άξιο κατά τα άλλα, "παιδαρέλι". Φάουλ βέβαια το να αποτρρέψεις το κοινό από το stage diving με τη λογική ότι αυτό είναι "αμερικάνικο κόλπο" αλλά ποιος παραπονιέται? Μην ξεχνάς ότι τα αμερικανάκια White Wizzard ντεμπούταραν διασκευάζντας το "Gates of Gehenna". To "Sultan's Ransom" album έλαμψε δια της απουσίας του, υποσχέθηκαν όμως να επιστρέψουν το καλοκαίρι και να το παίξουν ολόκληρο!

Συνέχεια με τους λατρεμένους του ελληνικού κοινού Skyclad. Το "έμπα" τους με βρήκε μακριά της σκηνής να τσεκάρω δίσκους και πραγματικά δεν πίστευα στα αυτιά μου! Τα πρώτα δευτερόλεπτα έχασαν το μέτρο εντελώς σε βαθμό που πίστευα ότι έχουν να κάνουν πρόβα μήνες. Η συνέχεια ευτυχώς ήταν πολύ αξιόλογη και άρτια ηχητικά. Για να είμαι ειλικρινής, όσον αφορά τους Skyclad είμαι πρωτοδισκάκιας και αθεράπευτα Walkyier-ικός. Και από αυτή την άποψη δεν ήταν και το καλύτερο Live που έχω δει. Ανοίγοντας όμως μυαλό και αυτιά, η μπάντα έκανε καλά τη δουλειά της. Το κοινό εξτασιάστηκε/ξελαρυγγιάστηκε και οι Skyclad ήταν συνεχώς με το χαμόγελο στο στόμα. Εγώ από την άλλη, δίχως τον Martin τους βρίσκω σαν μια πιο metal εκδοχή των Floggy Molly (των οποίων ο τραγουδιστής βέβαια έχει βαρύτατη προυπηρεσία σε κάποιους Fastway δίπλα σε κάποιον "Fast" Eddie Clarke..). Aπό το αγαπημένο μου "Wayward Songs of Mother Earth" ακούστηκε μόνο το "Widdeshins Jig" αλλά δε θα γκρινιάξω άλλο γιατί η τίμια εμφάνισή τους ήταν παράδειγμα λατρείας κοινού και μπάντας. Ξεχώρισαν η διασκευή στο "Emerald" των Thin Lizzy που μας πήρε και μας σήκωσε, το "Inequallity Street", η Georgina Biddle ως συμπαθέστατη folk πολυοργανήστρια αλλά και εγώ με τα δάχτυλα σταυρωμένα ώστε "το επόμενο να είναι το Sky Beneath my Feet". O Martin ου είχε πει μετά το live των Sabbat ότι σκεφτόταν να αρχίσει μια μπάντα με την οποία θα παίζει Skyclad. Μακάρι να το κάνει τελικά!

Καθ' όλη τη διάρκεια του διημέρου τα Εξάρχεια φιλοξένησαν μια γιορτή. Από νωρίς το μεσημέρι παντού στο δρόμο, στις καφετέριες, στα τυροπιτάδικα και στα γύρω ξενοδοχεία έβλεπες οπαδούς και μέλη συγκροτημάτων. Παρέες να πιάνουν μουσικές κουβέντες, κουτάκια μπύρας να γεμίζουν κάδους και να κατρακυλάνε στο δρόμο. Κορίτσια ντυμένα πιο eighties και από την Ελένη Φιλίνη σε υπερπαραγωγή Γιάννη Δαλιανίδη, στην εμπροσθοφυλακή της σκηνής να κοπανιούνται και αγόρια με "Battle Vests" που ψάχνεις με το μικροσκόπιο για να βρεις τζιν ύφασμα. Κούτες με βινύλια και cd στο συναυλιακό χώρο. Κοινό που μιλάει όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων. Μπάντες της δεύτερης μέρας να παρακολουθούν συναυλία την πρώτης αλλά και το αντίθετο. Ανθρώπους που δεν είχαν να πληρώσουν εισιτήριο αλλά αποφάσισαν η έξοδός τους να μην είναι σε μαγαζί αλλά στο πεζοδρόμιο του Aν. Άσημους και μη μουσικούς να σε πιάνουν ξαφνικά και να σου εξομολογούνται ότι η Ελλάδα είναι Metal πρωτεύουσα στο διεθνή χάρτη. Μπράβο σε όλους σας! Όλους! Και όσοι intellectual από εσάς τα θεωρείτε αυτά παρωχημένα, κάντε μας τη χάρη.....

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

High On Fire Fuckin Awesome News

Στις 3/4 θα κυκλοφορήσει ο νέος δίσκος των τιτάνων High On Fire με τίτλο "De Vermis Mysteriis". Την παραγωγή επιμελλείται ο θαυματουργός Kurt Ballou που πέρσι έκανε παπάδες στους δίσκους των KEN Mode και Today Is The Day.

Το κόνσεπτ του δίσκου είναι όσο ψυχανώμαλο όσο πρέπει:

De Vermis Mysteriis (or “Mysteries of the Worm”) takes its title from a fictional grimoire created by Psycho author Robert Bloch and incorporated by H. P. Lovecraft into the lore of the Cthulhu Mythos (Lovecraft mentioned De Vermis Mysteriis as one of the books that “repeat the most hellish secrets learnt by early man”). The album carries a deeply mystical undercurrent, incorporating fantastical themes and lyrics detailing, among other things, time travel, a serum called liao that is made out of a black lotus and “a Jesus twin who can see the past through his ancestors’ eyes.” And that’s just scratching the surface!

Tracklist:

1. Serums of Liao
2. Bloody Knuckles
3. Fertile Green
4. Madness of an Architect
5. Interlude
6. Spiritual Rites
7. King of Days
8. De Vermis Mysteriis
9. Romulus and Remus
10. Warhorn

Και εδώ το πρώτο κομμάτι το οποίο σοδομίζει αλύπητα (τι σκατά γίνεται εκεί στα ντραμς;!;!):



Εν κατακλείδι: Εξώφυλλο + κόνσεπτ + παραγωγός + πρώτο δείγμα = Κάβλα σκέτη και τα πουλιά στο χέρι!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...