Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα drone. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα drone. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Monarch - Omens (2012)

Οι Γάλλοι Monarch δεν είναι νέοι στην πιάτσα. Υπάρχουν από το 2002 και τούτο εδώ είναι το έκτο τους άλμπουμ. Και πέρα από αυτά, κυκλοφορούν μανιωδώς σπλιτάκια και EPs, δείχνοντας αν μη τη άλλο, ότι το γουστάρουν με το παραπάνω αυτό που κάνουν. Αν βάλουμε μέσα στην εξίσωση ότι πρόκειται για μια βασικά drone μπάντα, τότε φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι οι μπάντες που καταπιάνονται με αυτό το είδος, διακρίνονται, συνήθως, από μια σπάνια εργασιομανία που πραγματικά δεν μπορώ να κατανοήσω (βλέπε Sunn O))), Boris, Nadja/Aidan Baker και άλλους).

Βέβαια, οι Monarch δεν είναι η κατεξοχήν drone μπάντα, τύπου Sunn O))). Ηχητικά βρίσκονται κάπου ανάμεσα στους Khanate, τους Menace Ruine και τους Corrupted, προσεγγίζοντας με μια sludge διάθεση το drone. Χαρακτηριστικό της μουσικής τους είναι τα πολύ όμορφα γυναικεία φωνητικά της Emilie Bresson, που δίνουν μια διαφορετική ηχητική διάσταση.

Το "Omens" αποτελείται από τρία κομμάτια συνολικής διάρκειας 35 λεπτών, με δύο μεγάλα στην αρχή και στο τέλος και ένα 3λεπτο ιντερλούδιο ενδιάμεσα. Το εναρκτήριο 12λεπτο "Blood Seeress" έχει στοιβαρό ρυθμό με τα ντραμς του Rob Shaffer (Dark Castle) σε σταθερά επαναλαμβανόμενο τέμπο όπως και το πελώριο, ογκώδες μπάσο, το fuzz της κιθάρας του Shiran Kaidin (Year Of No Light) κλασσικά τέρμα με ωραία αργά riffs και τις τσιρίδες της Bresson να περνάνε πάνω από το ατέλειωτο feedback, μαυρίζοντας περισσότερο την ατμόσφαιρα. Το ambient "Transylvanian Incantations" με τα στρυφνά synths μοιάζει σαν να βγήκε από soundtrack μετά-αποκαλυπτικής ταινίας και δένει ωραία με την όλη νοσηρή ατμόσφαιρα και αποτελεί τη δίοδο για το μεγαλειώδες 19λεπτο "Black Becomes The Sun". Εδώ οι κιθάρες είναι πιο μινιμαλιστικές με πανέμορφα θέματα που σε συνδυασμό με τα καθαρά αιθέρια φωνητικά δημιουργούν μια πανέμορφη ατμόσφαιρα, σπάζοντας τη μαυρίλα. Αυτό για περίπου επτά λεπτά πριν αρχίσουν τα πράγματα να βαραίνουν ξανά, το feedback να σκεπάζει τα πάντα και το "μαύρο" να καλύπτει τον ήλιο μέχρι και το φινάλε, δίνοντας τέλος σε μια συγκλονιστική σύνθεση και σε έναν πολύ καλό δίσκο που αξίζει τις ακροάσεις του.

Monarch On Facebook

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Nadja, Aidan Baker & Horsnah live @ Six D.O.G.S., Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Δε νομίζω να υπάρχουν πολλές συμβατικές ασχολίες πέραν της Τέχνης στις οποίες να φεύγεις με αληθινό αίσθημα κάθαρσης. Συμβατικές εννοώντας δηλαδή τα απλά προσβάσιμα πράγματα που εμπίπτουν στην κατηγορία "καθημερινά". Μια τετάρτη όπως άλλες, σε ένα μαγαζί όπως όλα, μια συναυλία όπως γίνονται τόσες άλλες. Συνεχίζει όμως όταν μου συμβαίνει να βγαίνω από συναυλία όπως χθες, παραπατώντας και παραμιλώντας, να συμβαίνει σαν να έγινε πρώτη φορά.

Rewind. Μια μέρα καλοκαιριού, μια συζήτηση με μια φίλη μου περί drone, πέφτει από αυτή αναφορά στους Nadja που δεν είχε κανείς από τους δύο ακούσει ιδιαίτερα τότε. Ένα χρόνο μετά, περίπου την ίδια περίοδο του καλοκαιριού κλείνεται, μη ανακοινωμένη ακόμα η συναυλία τους. Τι σου είναι η συγχρονικότητα. Και αφού περνάει μια από τις σπανιότατες πια προσμονές πατάω στο Six D.O.G.S. περιμένοντας πολλά από αυτό που πρόκειται να δω. Και έκανα σωστά που τα περίμενα.

Θα παραλείψω σκόπιμα τους Horsnah, που αντικατέστησαν τελευταία στιγμή την εμφάνιση των Yassa. Άλλη στιγμή και ίσως σε άλλο μέρος.

Baker. Παρ' όλο που ήμουν υποψιασμένος για το τι θα αντικρύσω, έπρεπε να δω μπροστά μου αυτό για να συνειδητοποιήσω οτι όλοι οι ήχοι ανεξαιρέτως είναι μια κιθάρα. Και πάλι όμως, παρατηρώντας το σκηνικό, ήταν δύσκολο κανείς να πιστέψει πόσο ομαλά, πόσο απαλά διαδεχόντουσαν τα layers το ένα το άλλο. Ακόμα και ο μπαμπάς Robert Fripp, ο άνθρωπος που εγκαθίδρυσε με τον πλέον ιδιοφυή τρόπο το layering από μια κιθάρα με τη βοήθεια ατελείωτων effects έχει μια ποιότητα πολύ πιο άμεση, θα έλεγα πιο απότομη - τα δικά του space drones χτυπάνε άμεσα στο αυτί για να ανέβουν σκαλοπάτια. Ο Baker όμως δημιουργεί ποτάμι και όχι σκαλιά, η ρευστότητα των νοτών που διαδεχόντουσαν η μια την άλλη για να μπερδευτούν οι αρμονικές τους και εν τέλει να πλέξουν ένα περίπλοκο σύνολο ήχων και μουσικών φράσεων ήταν σαν μια τέλεια ορχήστρα στην οποία το μόνο που πρόδιδε τη λέξη "λούπα" ήταν ενίοτε το απαλό "κλικ" από κάποιο layer που ηχογραφήθηκε απότομα. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να χειρίζεται τόσο εύθραυστα και διακριτικά τα effects που έχει. Ήταν σαν να μπαίνεις σε ένα ποτάμι και αυτό να σε πάει, αρμονικά και φυσικά και να βλέπεις γύρω τα τοπία να διαδέχονται το ένα το άλλο, αποκαλύπτοντας μέσα από τη διαδοχή τους patterns και λεπτομέρειες που αλλιώς δεν φανερώνονται. Το σετ του το τελείωσε ανακοινώνοντας "see you in 5 minutes". The best is yet to come.

Και έτσι και έγινε. Συνοδεία μπάσου πλέον, ως Nadja, αρχίζουν να στρώνουν drones. Να ελέγχουν. Να οδηγούν αναπόφευκτα, υπνωτικά και μονολιθικά αυτή τη μάζα ήχου, μουσκεύοντας τον αέρα με λευκό θόρυβο και μια θάλασσα από στρώσεις κιθάρας που φωνάζει, πενθεί, ουρλιάζει αιωρείται σε δεκάδες μορφές της γύρω στον χώρο. Όλα αυτά οδηγούμενα από το σάπιο drum machine (για κάποιους ενοχλητικό σε σημείο ξενερώματος),  για να υποχωρήσουν σε ambient περάσματα που άλλοτε λειτουργούσαν σαν οντότητες ξεχωριστές, που από μόνες τους ήταν ένα μικρό κομμάτι μέσα στο κομμάτι και άλλοτε αποτελούσαν πάτημα για τον επόμενο βρυχυθμό του μπάσου, το ξέσπασμα του drum machine και των αναθυμιάσεων. Όταν δε μπήκε το τελευταίο crescendo του The Bungled & The Botched, ένιωσα σαν να ξαναπήρα ανάσα μετά από χρόνια. Σαν να βγήκα από καιρό έξω από νερό που με έπνιγε και με πίεζε. Αυτό, κύριοι, λέγεται κάθαρση.



Και έτσι κόπασαν τα layers, το delay έκανε την τελευταία επανάληψη και οι τελευταίοι απόηχοι κατευνάστηκαν. Και εγώ έμεινα κόκκαλο για κανά λεπτό ακόμα. Δεν ήταν φυσικά μόνο οι Nadja. Ήταν και ο κόσμος, οι καταστάσεις, το πού οδηγούν οι σκέψεις, η κατάσταση στην οποία βλέπεις το λάηβ που θα οδηγήσει σε τέτοια συναισθήματα. Αλλά αυτά εν τέλει είναι που συνδυάζονται σε ένα, και αποτελούν ένα από τα πιo σημαντικά πράγματα που έχω ακούσει από τον Azarak: Το γεγονός οτι ένας κύριος λόγος που πηγαίνουμε σε συναυλίες δεν είναι μόνο η μουσική και η ψυχαγωγία/διασκέδαση που αυτή φέρνει (και σε αυτό βρίσκεται  μια βασική τομή με πολλούς ακροατές), είναι και η αναμονή και προσμονή "αυτής της μίας" στις πολλές συναυλίες που θα κάνει την υπέρβαση, θα περάσει απέναντι και θα σε φέρει σε επαφή με κάτι υπερβατικό, με το κομμάτι της μουσικής που δεν είναι απλώς ακρόαση ή απόλαυση αλλά κάτι που αγγίζει άλλα εσωτερικά και εξωτερικά όρια. Και αν αυτό για κάποιον ακούγεται γραφικά μεταφυσικό ή υπερβολικό τότε απλά δεν το καταλαβαίνει, ας είναι.

Για πιο τεχνικές λεπτομέρειες, αφήνω το προαιρετικό ριβιού του Keyser εφόσον το γράψει. Εγώ αυτά είχα να πω.


(τη φωτογραφία την παρέθεσα από τον ιστότοπο http://www.songkick.com/artists/532730-nadja/images/163211, γιατί δεν μπήκα στη διαδικασία να βγάλω φωτογραφία. ξέρω, χαζό.)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Corrupted - Garten Der Unbewusstheit (2011)

Όσοι έχουν παρακολουθήσει έστω και λίγο την πορεία των Γιαπωνέζων, θα ξέρουν, ότι αυτός ο δίσκος έσκασε από το πουθενά και αποτελεί για τους φαν του είδους, ίσως την έκπληξη της χρονιάς. Για αυτούς που δεν έχουν ψαχτεί ιδιαίτερα με τους Corrupted, να αναφέρω επιγραμματικά, ότι μετά το 2005 που κυκλοφόρησε ο τελευταίος δίσκος τους (El Mundo Frio), η μπάντα βρισκόταν στον πάγο και πάνω που άρχισαν οι φήμες πριν 1,5 χρόνο περίπου ότι υπάρχει νέο άλμπουμ στα σκαριά, ο Hevi (φωνητικά), με μια λιτή ανακοίνωση γνωστοποίησε ότι αποχωρεί από τη μπάντα. Ξένερωμα και πάλι στο σκοτάδι, να μην ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι.
Οπότε, λογικό είναι αυτός ο δίσκος να αποτελεί την έκπληξη της χρονιάς, αφού οι Corrupted όρισαν στην ουσία το drone doom sludge είδος στην 16χρονη πορεία τους, ξεκινώντας από το αβυσσαλέο και αποτρόπαιο Paso Inferior πίσω στο 1997 (συν κάποια ντέμο από το '95).

Τελευταία δουλειά λοιπόν των Corrupted με τον Hevi στα φωνητικά, οι οποίοι πλέον θα πορεύονται με νέο τραγουδιστή, αλλά και χωρίς τον Talbot (κιθάρα), ο οποίος αποχώρησε κι αυτός και πλέον από τα 3 ορίτζιναλ μέλη, Hevi, Talbot και Chew (ντραμς), παραμένει μόνο ο τελευταίος.

Το Garten Der Unbewusstheit (= The Garden of Unawareness), κάνει μια μικρή στροφή από εκεί που μας άφησε το -κατά γενική ομολογία, κορυφαίο τους- El Mundo Frio (το δικό μου αγαπημένο, μάλλον είναι το Se Hace Por Los Suenos Asesino). Δεν είναι τόσο ακραίο αλλά είναι εξίσου μεγαλειώδες.
Στην ουσία χωρίζεται σε 2 μέρη με ένα μικρό ιντερλούδιο να τα ενώνει, στο ενδιάμεσο.
Το Garten που ανοίγει το δίσκο, επαναφέρει τις γνώριμες μινιμαλιστικές κιθάρες, οι οποίες επαναλαμβάνονται με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς. Τα τύμπανα συνοδεύουν διακριτικά, ενώ όσο ανοίγει το κομμάτι αποκτούν μεγαλύτερο ρόλο.
Με υπνωτιστικό σχεδόν τρόπο, οι drone μελωδίες οδηγούν σε ένα μελωδικό ξέσπασμα, με τον Hevi να δίνει ένα ρεσιτάλ βρυχηθμών πίσω από το μικρόφωνο. Δεν είναι υπερβολικό να πω ότι μάλλον είναι τα πιο καλοδουλεμένα φωνητικά που έχει κάνει και αυτό είναι και από τα μεγάλα προτερήματα του δίσκου.
Κάπου εδώ ίσως ξενερώσουν κάποιοι, διαπιστώνοντας την σχεδόν παντελή έλλειψη sludge ξεσπασμάτων.
To κομμάτι απλώνεται όμορφα και ταξιδεύει χωρίς όμως εκπλήξεις.
Οι εκπλήξεις έρχονται στο δεύτερο μέρος.
Το Gekkou No Daichi (υπάρχει κομμάτι με ίδιο τίτλο στο Se Hace Por Los Suenos Asesino), ξεκινάει χαλαρά από εκεί που τελείωσε το πλήρως ακουστικό 4λεπτο ιντερλούδιο Against The Darkest Days. Η επαναλαμβανόμενη ακουστική μελωδία του συνεχίζει μέχρι να κάνουν την εμφάνισή τους οι μινιμαλιστικές ηλεκτρικές κιθάρες οι οποίες απλώνονται υπέροχα μέχρι το 9ο λεπτό περίπου, όπου το πράγμα ξεφεύγει και γίνεται κάτι το μαγικό.
Από εκεί και μετά αρχίζει ένα εκπληκτικής ομορφιάς ταξίδι που εξερευνά κάθε πτυχή του διαστήματος με τον πιο μαγευτικό τρόπο.
Χωρίς υπερβολή μάλλον αυτά το 20λεπτο πρέπει να είναι από τις πιο θριαμβευτικές στιγμές της φετινής χρονιάς.
Οι Corrupted αφήνουν πίσω τους το τραχύ sludge και πλέον κινούνται σε άπιαστα ατμοσφαιρικά post-metal ηχοτοπία, που όμοια τους δεν ξέρω αν έχω ξαναβιώσει.

Το Garten Der Unbewusstheit, στοχεύει κατευθείαν στην ψυχή. Δεν είναι ο καλύτερος τους δίσκος. Δεν επαναπροσδιορίζουν τον ήχο, ούτε ανακαλύπτουν τον τροχό (αυτά τα έκαναν με προηγούμενους δίσκους), αλλά δέιχνουν πως ακόμα και με τον πιο απλό και λιτό τρόπο, μπορείς να μεγαλουργήσεις και να προσφέρεις συγκινήσεις που δύσκολα επαναλαμβάνονται.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

No Anchor - Real Pain Supernova (2011)

Από την Αυστραλία μας έρχονται τούτοι εδώ οι τύποι, οι οποίοι δεν πρέπει να πηγαίνουν και πολύ καλά στα μυαλά τους. Και με μία μόνο ακρόαση του δίσκου, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι όντως πρέπει να κουβαλάνε πολύ τρέλα τα παλικάρια. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν παίρνουν τη μουσική τους στα σοβαρά. Την παίρνουν και καλά κάνουν γιατί αυτό το πράγμα είναι πολύ καλό.

Τρία καγκουρό λοιπόν που δραστηροποιούνται από το 2008, 4 χρόνια δηλαδή, έχοντας ισάριθμα άλμπουμ. Αυτό εδώ είναι το 4ο και πρώτη επαφή μαζί τους από μέρους μου.

Καταρχάς έχουμε 2 μπάσα και ντραμς. Πρώτο κουλό αυτό. Κατά δεύτερον παίζουν ένα μείγμα stoner rock, noise rock, sludge, drone, φανερώνοντας σε αρκετά σημεία και post-hardcore καταβολές.
Όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το Real Pain Supernova, να ακούγεται σαν να βγήκε από τις αρχές της δεκαετίας του '90 αλλά ταυτόχρονα να ακούγεται τόσο μα τόσο φρέσκο.
Στα -περίπου- 50 του λεπτά, θα ακούσουμε ΠΟΛΥ δυνατή και ζόρικη μουσική που από τη μία συνειρμικά θα θυμηθούμε τους Boris επί Pink, την άλλη Unsane, σίγουρα Eyehategod, Earth επί Pentastar, Helmet, Melvins και άλλα τέτοια ωραία. Όλα αυτά με πολλές δόσεις distortion και τόνους feedback.

Για μέγιστη πώρωση, συστήνεται να παίζει πολύ δυνατά αλλά δεν εγγυώμαι ότι θα αντέξουν τα ηχεία ή/και οι γείτονες.

Κατεβαίνει προσφέροντας όσο θέλετε (τσάμπα ντε) από εδώ: http://noanchor.bandcamp.com/album/real-pain-supernova-digital-edition

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Sinucidal: Melvins/Lustmord - Pigs of the Roman Empire (2004)

Sinucidal: 1 2 3 4

Κατά αστείο τρόπο, είχα ακούσει Lustmord από πολύ πριν ακούσω Melvins - για την ακρίβεια πολύ πριν ακούσω ακόμα και τα πρώτα "εκτος μέταλ" ακούσματα. Όντας τότε πωρωμένος με το Strange, ξεφύλλιζα αλληλογραφίες και κάποιος όσο πειραγμένος όσο εγώ πλέον, μιλούσε περί dark ambient, Lustmord, Raison d' être, Hecate κοκ. Αφού τότε στο Kazaa (!) κατέβασα 3 - 4 κομματάκια και τα άκουσα, τα άφησα θαμμένα κάπου στον υπολογιστή μου και τα ξέχασα για καιρό. (Τα κομμάτια επίσης, τότε είχαν αποτελέσει το soundtrack για το πιο επιτυχημένο και τρομακτικό DnD Session με setting στο Ravenloft που έχω ζήσει. Αν ακούσετε το Black Star θα καταλάβετε γιατί.)

O Lustmord είναι στην ουσία από τους πρώτους αν όχι ο πρώτος που έπαιξε dark ambient: Συνδυάζοντας field recordings από νεκροταφεία, κρύπτες και υπόγεια με χρήση θιβετιανών πνευστών (tibetan horn), synthesizers και άλλων τεχνικών και οργάνων, κινήθηκε από την αρχή δημιουργώντας θεοσκότεινα ηχοτόπια σε συχνότητες που παίζουν μεταξύ υπόηχων και χαμηλών συχνοτήτων. Και το εντυπωσιακό είναι οτι τα κομμάτια δεν είναι το ίδιο πράγμα αναμασημένο. Αν σκεφτεί κανείς οτι έχει βγάλει πάνω από 30 δίσκους, κάνοντας και remix για Tool, Puscifer, Isis, Jarboe, Venetian Snares ο τύπος έχει μπόλικη δημιουργικότητα. Οι ήχοι της κόλασης είναι αστείρευτοι.

Από την άλλη, οι Melvins... Χμ. Οι Melvins είναι απλά θεοί. Δεν ξέρω τι να πω. Ξεκινώντας από τo υπεραργό (ειδικά για την εποχή του) Boris από το Bullhead, όρισαν την ύπαρξη του sludge και δίνοντας ώθηση στη stoner και ακόμα και την grunge, συνεχίζοντας με την "τριλογία" αριστούργημα Houdini - Stoner WitchStag και καταλήγοντας στα 00's με τη συνεργασία με Lustmord και με την πρόσληψη των Big Business σαν το rhythm section τους (καταλήγοντας με δύο drummers), μιλάμε για ένα συγκρότημα που απλά δεν το ενδιέφεραν ταμπέλες, δισκογραφικές, απήχηση, το αν ήταν πειραματικό ή όχι αυτό που ήθελε να κάνει. Απλά έμπαινε στο στούντιο, έγραφε, η αφάνα του King Buzzo έγνεφε καταφατικά και έβγαιναν να παίξουν λάηβ. Αυτή ακριβώς η ειλικρίνεια και ανοιχτομυαλιά οδηγεί σε έναν tribute δίσκο που κάνουν συγκροτήματα όσο πολυσχιδή όσο στο We Reach. Ακριβώς αυτή η ειλικρίνεια και ανοιχτομυαλιά είναι που καταλήγει να οδηγήσει ένα συγκρότημα να έχει τέτοια επιρροή και σημασία και που τελικά, καταλήγει να βγάζει πειραματισμούς όπως το Pigs of the Roman Empire.


Ωστόσο, ακόμα και δύο τόσο θεμελιώδη μουσικά projects, όντας τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ρισκάρουν με μια κοινή δημιουργία - νομίζω είναι φυσικό όταν συναντιούνται δύο άκρα να δημιουργούν και δύο άκρα: Ή το άλμπουμ να είναι κάτι φοβερό ή κάτι αισχρό. Στο σύμπαν λοιπόν που διασχίζουμε, είμαι αρκετά ευτυχισμένος να πω οτι το αποτέλεσμα ήταν το πρώτο. Αυτός ο δίσκος ξετινάζει. Σε παίρνει από τον λαιμό, σε τραβάει στην άβυσσο, και κάπου εκεί μέσα στο σκοτάδι που δημιουργεί ο Lustmord αντηχούν οι αργόσυρτοι και ογκώδεις ρυθμοί των εγχόρδων, και τα παραμορφωμένα drums του Crover. Όλα αυτά καπακωμένα με ηλεκτρονικά περάσματα και επεξεργασίες του Lustmord.

Ο δίσκος ξεκινάει με δύο κομμάτια που στην ουσία είναι εναλλάξ δουλειά του καθένα. ΙΙΙ - ο Lustmord κάνει την εισαγωγή με την κλασσική του subsonic παλέτα, η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει (ω! και όμως, ακούγονται πρίμα!) και δίνει το έναυσμα για να μπει το ανίερο The Bloated Pope. Σφαγή. Melvins στα βαριά και στα καλύτερα. Μόνο αυτοί νομίζω θα κατάφερναν να βάλουν τα γελοία φωνητικά του 1.36 σε αυτό το κομμάτι και να μην είναι εκτός κλίματος, αλλά να ακούγονται και γαμηστερά. Χαλί για να μπει ξανά η φωνάρα του Buzz.

Το Toadi Acceleratio είναι υπέροχο κομμάτι, τα tabla δίνουν καταπληκτική αίσθηση, τα υπόκωφα τσιριχτά της κιθάρας και των ηλεκτρονικών είναι στην ουσία η πρώτη απόλυτη συμβίωση των δύο συγκροτημάτων. ΑΛΛΑ. Υπάρχει ένα πρόβλημα. Βρίσκεται πριν το Pigs of the Roman Empire.

Ακόμα και αν ο δίσκος αποτελούταν μόνο από το ομώνυμο κομμάτι, θα μιλούσαμε για αριστούργημα. 22:36 από ένα πράγμα που σε πνίγει, σε ξαναβγάζει απ' το σκοτάδι, σου ταΐζει τα μονολιθικά drones των Melvins, σε ξαναφτύνει στη δρακουλίλα του Lustmord και επαναλαμβάνει τη διαδικασία όσες φορές χρειάζεται μέχρι να βρεθείς εκτός τόπου και χρόνου, να περάσεις από την industrial παραμόρφωση και τελικά να μπει οριστικά στο γνώριμο, sludge μονοπάτι των Buzz, Crover, Rutmanis (παρεπιπτόντως, στο άλμπουμ συμμετέχει και ο Adam Jones), με τα εφιαλτικά παράφωνα effects να κάνουν κύκλους γύρω τους ολοκληρώνοντας αυτό το τείχος ήχου.

Για μένα αυτός ο δίσκος δεν γίνεται να ακουστεί με το Pigs στη μέση. Εγώ τουλάχιστον το βάζω τελευταίο, απλά και μόνο επειδή με αφήνει ανήμπορο να παρακολουθήσω το υπόλοιπο άλμπουμ. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει οτι τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου είναι υποδεέστερα ή μέτρια. Και τα 4 υπόλοιπα κομμάτια έχουν να προσφέρουν με το παραπάνω, συνεχίζοντας την ατμόσφαιρα που ανοίγουν τα πρώτα κομμάτια. Το φρικαρισμένο white noise του Pink Bat, το delayed "drum solo" του ΖΖΖΖ Best, το σχεδόν Metallica (θου κύριε...) μπάσιμο του Safety Third και το outro του Lustmord με το Idolatrous Apostate.

Εν τέλει, νομίζω οτι αυτός ο δίσκος είναι άλλη μια απόδειξη οτι α) Τα 00's έβγαλαν πολύ πράγμα και β) όταν έχεις ανθρώπους με ιδέες και αρχίδια δεν υπάρχει το "όλα έχουν παιχτεί". Δεν ισχυρίζομαι οτι έπαιξαν κάτι μουσικά καινούριο: Ωστόσο, και άσχετα με το οτι είναι καταπληκτικό συνθετικά, ό,τι παίζουν ακούγεται φρέσκο, ετοιμοπόλεμο, μη τετριμμένο. Χωρίς αναμασήματα ή πειραματισμός για τον πειραματισμό επειδή ας πούμε δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε. Αυτό είναι και που πάντα με αφήνει εντυπωσιασμένο από τέτοιες συνεργασίες - ο βαθμός της σύμπτυξης. Το πόσο αρμονικά και αυθόρμητα καταφέρνουν όχι μόνο να ακούγονται ταυτόχρονα τα ηλεκτρονικά του Brian "Lustmord", αλλά ακόμα περισσότερο το πόσο φυσικές είναι οι αλλαγές και οι μεταβάσεις από dark ambient σε κάτι τσιτωμένο και ηλεκτρικό, και ανάποδα. Αυτό άλλωστε, νομίζω είναι και η ουσία τέτοιων συνεργασιών και εκεί που πραγματικά φαίνεται πόσο ικανοί μουσικοί είναι αυτοί οι άνθρωποι. Το πώς και πού θα βρεθούν τα στοιχεία των δύο πλευρών, η περιοχή που συναντιούνται τα δύο σύνολα. Το ποιό θα είναι το αποτέλεσμα μιας συνέλιξης, και όχι απλά μιας παράλληλης ύπαρξης και των δύο.



Pigs of The Roman Empire

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

The Sun Through a Telescope - Orange & Green/Black EPs (2011)


Πριν καμιά 10αριά μέρες καθόμουν και χάζευα σε διάφορα μπλογκς και φόρουμς για διάφορες καινούριες κυκλοφορίες που μπορεί να μ' ενδιέφεραν, οπότε και σε κάποια φάση έπεσα πάνω σε ένα αποθεωτικό review για αυτό εδώ. Το διάβασα στα γρήγορα, άρχισα να ψάχνω το δισκάκι, το βρήκα, το κατέβασα και το άφησα να υπάρχει μέσα στο itunes μου για παν ενδεχόμενο. Δεν του έριξα ούτε μισή αυτιά, έστω από περιέργεια, ρε παιδί μου.
Πριν μερικές μέρες πάλι που επαναλάμβανα την ίδια διαδικασία (ατέλειωτο χάζεμα σε μπλογκς/φόρουμς) έπεσα σε άλλο ένα -πιο αποθεωτικό αυτή τη φορά- review για τον παρόντα δίσκο και σκάλωσα γιατί κάτι μου θύμιζε το εξώφυλλο. "Αυτό μάλλον το έχω", σκέφτηκα. Το ψάχνω στην αχανή μουσική μου λίστα, το εντοπίζω και το βάζω να παίζει. Ε, δεν έχει σταματήσει να παίζει από τότε.

Το "The Sun Through a Telescope" είναι στην ουσία solo project ενός Καναδού τύπου, ονόματι Leigh Newton (χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Lee Neutron) και αυτό εδώ το διπλό EP αποτελεί το ντεμπούτο του, το οποίο το παλεύει από το 2007 και τελικά στα τέλη του Γενάρη κυκλοφόρησε σε διπλή κασέτα (!).
Το κάθε EP, ηχητικά, διαφέρει αρκετά από το άλλο, αλλά στην ουσία πρόκειται για ενιαία κυκλοφορία, αφού αλληλοσυμπληρώνονται, μοιραζόμενα την ίδια βάση και concept, με το πρώτο (Orange) να τελειώνει εκεί που αρχίζει το δεύτερο (Green/Black) και το δεύτερο να συνεχίζει από εκεί που τελειώνει το πρώτο. Έτσι, έχουμε, συνολικά, 62 λεπτά μαγευτικής, πολυεπιπέδης μουσικής που είναι εξαιρετικά δύσκολο να την περιγράψεις και ακόμα πιο δύσκολο να την εντάξεις κάπου. Στα γρήγορα, ίσως να εντάσσεται σαν, drone/doom/sludge/black/grind/industrial/electro/ambient/space/psychedelic, αλλά έτσι δεν πάμε πουθενά, οπότε πάμε στην ουσία.
Ο τύπος έχει άπειρες επιρροές και προσπάθησε να τις χωρέσει όλες σε μία ώρα, καταφέρνοντας τελικά κάτι που φαντάζει ακατόρθωτο. Ο δίσκος έχει δομή, στιβαρότητα και απίστευτη παραγωγή. Σίγουρα είναι ακράιος, σίγουρα είναι τρομερά έντονος και σίγουρα δεν είναι εύκολο άκουσμα. Παρ' όλα αυτά, ρέει πάρα πολύ εύκολα. Όπως είπα, επιρροές υπάρχουν μπόλικες: Sunn O))), Ufomammut, Ulver, Mayhem, Year Of No Light, Earth (τα τελευταία κυρίως), Godflesh, Jesu, είναι μόνο κάποια που ξεχώρισα εγώ, ενώ σίγουρα υπάρχουν πολλά ακόμα για τα οποία δεν είμαι ειδικός για να εκφέρω άποψη.
Όλο το concept είναι γύρω από τη φύση. Από το όνομα και τα εξώφυλλα μέχρι τους τίτλους των κομματιών (They Used To Worship the Svn, Trees That Speak, Autumn Tunnel) και φυσικά, από παντού μέσα στο δίσκο με διάσπαρτα samples από νερά να κυλάνε, κύματα και πουλιά να κελαηδούν.
Το Orange είναι πιο επιθετικό και ακραίο και εκεί είναι που διαφέρει ηχητικά από το πιο ατμοσφαιρικό Green/Black. Στο πρώτο ακούμε black ξεσπάσματα, βαλτώδεις ριφάρες και drone με εφιαλτικά σαμπλαρίσματα, ενώ στο δεύτερο, εκτός από ένα grind δυναμίτη (The Priest With One Black Hand), έχουμε πιο πολλά ambient και χαλαρωτικά στοιχεία, που αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και πιο εύκολο, αφού η ένταση παραμένει και μάλιστα κλιμακώνει διαρκώς.

Συμπερασματικά, για μένα, μάλλον είναι η έκπληξη της χρονιάς μέχρι τώρα και το μόνο που μένει είναι να αποδειχτεί αν θα αντέξει στο χρόνο. Σίγουρα τα εφόδια υπάρχουν.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Sinucidal / Post blizzard

Απάντηση, τραγουδιστική (απάντηση)

Εφορμώμενος απο το post του Azarak για τα 00's, το Lateralus και τους δίσκους που άλλαξαν μουσικές αντιλήψεις, απο τη μια συνεχίζω τα Sinucidal (1 2), απο την άλλη λειτουργεί και σαν απάντηση στο ποστ.

Πράγματι, δεν είχα σκεφτεί οτι τα 00's συμπληρώνουν περίπου δεκαετία που ξεκίνησα να ακούω λίγο πιο προσεκτικά μουσική. Νομίζω η πρώτη μου μεγάλη επαφή με λιώσιμο (πιο σοβαρής) μουσικής έγινε απο το 2003, όπου αφού κάποιον καιρό (και για λίγο μετά) είχα μπει στα κλασσικά μονοπάτια του χαρντ ροκ (ξερή προφορά) και του μελωδικού μέτσαλ, άκουσα για πρώτη φορά Massive Attack - το Mezzanine, (τότε όντας αλλεργικός με ο,τιδήποτε περιείχε ραπάρισμα δεν νομίζω να την πάλευα με κάποιο άλλο άλμπουμ τους) που ένιωσα πάρα πολύ έντονα αυτή την αναθυμιαστική ατμόσφαιρα που βγάζει το Man Next Door, το Angel ή το Inertia Creeps. Επόμενο αμέσως πράγμα στα μπαμ ήταν η αγορά mp3 δισκογραφίας των Tool έπειτα απο έντονη ενθάρρυνση. Και το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενο. Το ενδιαφέρον είναι οτι δεν με είχαν σημαδέψει τόσο καθαρά μουσικά, όσο συλλογικά. Η γενικότερή τους αισθητική, το think for yourself κλίμα και πάνω απ' όλα οι πνευματικές προεκτάσεις του Lateralus με είχαν ρουφήξει τόσο ώστε να μου μείνει ως ένα απο τα σημαντικότερα ακούσματα που είχα ως τώρα, ίσως και το σημαντικότερο.

Ο καιρός περνούσε, και η ενασχόληση με τη μουσική μου έγινε κάτι που έχω ανάγκη. Κάμποσα χρόνια λοιπόν αργότερα, γίνεται αφενός η γνωριμία μου με την post rock (απο τις μεγαλύτερες "ανακαλύψεις" μου) και κατόπιν χρόνιου καψίματος με αυτή, με την sludge/stoner σκηνή. Ωστόσο, παρ' όλο που γενικά υπήρξαν πάρα πολλά συγκροτήματα που με ταρακούνησαν και με πώρωσαν και με ακολουθούν μέχρι σήμερα στα playlists μου, ίσως και κανένας δίσκος (Raise Your Skinny Fists? Third? The Fall of Math?) να μην είχε το αποτέλεσμα που είχε το άκουσμα του The Grimmrobe Demos.



 Sinucidal: Sunn O))) - The Grimmrobe Demos



Ανέφερα σε ένα προηγούμενο κείμενο μια συζήτηση που είχαμε κάνει με τον Azarak για το οτι υπάρχουν συγκροτήματα που δεν είναι απλά το οτι φέρνουν κάτι ανανεωτικό. Είναι οτι σου αλλάζουν το αυτί. Σε αναγκάζουν να βρείς έναν καινούριο τρόπο να ακούς μουσική. Το σύνηθες παράδειγμα - δεν μπορείς να δεις κωμωδία πηγαίνοντας με την λογική να δεις θρίλερ. Κατ' αντιστοιχία, δεν μπορείς να δεις μια εξπρεσσιονιστική έκθεση ζωγραφικής με τη λογική να δεις τεχνική ή ρεαλιστικές απεικονίσεις. Δεν μπορείς να ακούσεις Sodom με την λογική που θα ακούσεις Bind Guardian. Θα πρέπει να προσαρμοστείς σε αυτή την αλλαγή.

Παρ' όλο λοιπόν που οι Sunn O))) είναι άκουσμα μου πρόσφατο (κάτι περισσότερο απο χρόνο, νομίζω) και άργησα αρκετά να ανακαλύψω την αντίστοιχη σκηνή, τους θεωρώ απο τα πιο σημαντικά μου ακούσματα. Είναι ό,τι πιο πρόσφατο κατάφερε να με σοκάρει τόσο, παρ΄όλο που θεωρώ οτι έχω πλέον αρκετά ανεπτυγμένη αίσθηση του ακραίου. Οι Converge με δυσκόλεψαν. Οι Naked City με πώρωσαν. Το Kid A με αρρώστησε. Οι Sunn O))) με άφησαν όμως εμβρόνητο. Και ήταν σαν να με περίμενε πάντα να το ανακαλύψω. Με το που μπήκε για πρώτη φορά στα αυτιά μου το Black Wedding, τα πάντα έκαναν κλίκ μέσα μου.

Όταν η πρώτη αλλαγή συγχορδίας στη μουσική σου έρχεται στο 4ο λεπτό, και οι αποστάσεις των strokes της κιθάρας μετριούνται σε πολλά δευτερόλεπτα και όχι μέτρα, έχεις καταφέρει να προσεγγίσεις την μουσική με έναν ηχητικό τρόπο που αποδομεί και σπρώχνει όρια. Γιατί ενώ είχε ξαναγίνει (προσεχώς ανάλυση) δεν είχε αποκτήσει μέχρι τότε ουσιαστική υπόσταση, εξερεύνηση και πολύ περισσότερο συναισθηματική δύναμη.

Κατάλαβα μονομιάς οτι αυτό έπρεπε να ακουστεί όσο δυνατά γίνεται, σε σημείο που θα σταματήσει να είναι ακουστική εμπειρία και θα μετατραπεί σε σωματική - ένα είδος τελετουργίας, ένα ενιαίο υπνωτικό τείχος ήχου που μέσα του βυθίζεσαι, απλώνεσαι, διαλογίζεσαι. Άλλωστε, η εμφάνισή τους το επιβεβαιώνει. Αυτό είναι και το εκπληκτικό με το drone. Πώς καταργώντας μουσική δομή, απελευθερώνει. Απλά ρέεις μαζί με το κομμάτι και το αφήνεις να σε κουβαλήσει και να σε τυλίξει.

Το πιο σημαντικό είναι οτι αυτή η πρώτη επαφή με το drone μου άνοιξε καινούριους εντελώς δρόμους, είτε στο να παίζω, είτε στο να ακούω - απο επιδερμικό άκουσμα, συγκροτήματα όπως Ufomammut, Neurosis, Om, Amenra κοκ. απέκτησαν βαθμό ιεροτελεστίας.

Κλείστε παράθυρα, φώτα, απομακρύνετε αντικείμενα για να μην τρίζουν, βάλτε τα πιο δυνατά ηχεία που έχετε όσο δυνατά αντέχετε και αντέχουν οι ιδιοσυχνότητες του σπιτιού ("if you're listening this on laptop speakers, you're doing it WRONG"), αφήστε το στέρνο σας και τα αυτιά σας να γεμίσουν με την μπασίλα και βυθιστείτε όσο βαθιά θέλετε.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

One + 1 man show (Darsombra + Wino Live @An Club, Athens)


Τα τελευταία δύο χρόνια έχω πάρει άτυπα την απόφαση ότι ο κύριος τρόπος διασκέδασης μού, ή μάλλον η διασκέδαση για την οποία επιλέγω να δίνω λεφτά θα είναι οι συναυλίες. Κάποιος άλλος μπορεί να θέλει να δώσει τα λεφτά του για ένα σινεμά ή γιά δυό τρία ποτά, αλλά εγώ πλέον δεν το νιώθω 'σωστό'. Και η αλήθεια είναι πως νιώθω υπέροχα κάθε φορά που δίνω το παρόν σε κάποιο Live event πού επιβεβαιώνει την επιλογή μου ως προς αυτό το θέμα.
Σε ψιλοάδειο μαγαζί κάνει την εμφανισή του ο κύριος Darsombraς (Brian Daniloski) παρέα με τα πεταλάκια του. Όπου ακούς καλλιτέχνη να δίνει παράσταση μόνο του χώρις να συνοδεύεται απο τον προσδιορισμό 'acoustic show' τότε πάνω κάτω καταλαβαίνεις τι θα ακολουθήσει. Drone loopαρισμένες κιθάρες με το doom να ρέει άφθονο σε κάθε χτύπημα της κιθάρας. Ακολουθεί γονάτισμα μπροστά στο βωμό της παραμόρφωσης, σαν μιά μορφή ηλεκτρικής λιτανείας, δηλαδή η κιθάρα στο πάτωμα, τα feedback και τα loops να τρέχουν αχαλίνωτα και ο Darsombra να προσπαθεί να επιβάλει τάξη. Τα τέσσερα τέταρτα δημιουργούνται, σημείο που προσωπικά αποτελεί highlight, και ο Wino βρίσκει αφορμή να ανέβει στην σκηνή για να μείνει εκεί ως το τέλος του set, μόνο και μόνο για να ξανανέβει λίγα λεπτά αργότερα.
Pause.
Το γιατί ο κόσμος επιλέγει να έρθει αρκετή ώρα μέτα την δηλωμένη ώρα έναρξης είναι κάτι που πραγματικά συνεχίζει καιρό τώρα να με εντυπωσιάζει. Οταν το support act το αποτελούν ελληνικές μπάντες άντε πες έχει κάποιο νόημα, μιας και υπάρχει περίπτωση να μην θέλει κάποιος για ν-ιοστή φορά να δεί τα ίδια (αν καί διαφωνώ). Οταν το live ξεκινάει την ώρα που κάποιος ακόμα δεν έχει σχολάσει ή τρώει κίνηση για να έρθει είναι και πάλι δεκτό και σε όλους έχει συμβεί. Οταν όμως το support act το αποτελεί σχήμα που δεν θα έχουμε την δυνατότητα να ξαναδούμε στο κοντινό μέλλον, και η συναυλία ξεκινάει λίγο μετά της δέκα, τότε ο μόνος λόγος πού τα δύο τρίτα του κόσμου μπήκαν λίγο πριν την είσοδο του Wino είναι γιατί συνειδητά είπαν να αργήσουν. Γιά άλλη μία φορά, αυτό αποτελεί την γνώμη μου καί ο καθένας κάνει ότι θέλει. Απλά όποιος επέλεξε να χάσει τον Darsombra έκανε λάθος.
Ξέpause.
Οταν ακούς Wino ως frontman σε μία από τις μπάντες που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του Doom τότε σηκωνεις την μπύρα στον αέρα και τραγουδάς μαζί του. Στούς Obsessed γουστάρεις και δεν χορταίνεις όγκο και riff. Στο πρoσωπικό του σχήμα (όχι το ακουστικό σετ) ανακαλύπτεις της βαθιές ρίζες του Doom στο 70's Rock. Οταν ο Wino με μία ακουστική κιθάρα φοράει την bluesy φορεσιά τότε μπορείς απλά να κουνάς το κεφάλι σου στο ρυθμό που δίνει με το πόδι του και να χαμογελάς σα χαμένος για ώρες μετά. Δεν ήταν μόνο blues όμως. Η βαριά παρουσία τού, τού επιβάλει να είναι και άλλα πολλά. Μα πάνω απ'όλα παραμένει τόσο αυθεντικός όσο μας έχουν πεί άλλοι αλλά και απ'όσο έχουμε καταλάβει βλέποντας τον ζωντανά. Ενίοτε ζωντανά και unplugged.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...