Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Reviews. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Reviews. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

The Vacation Albums- Om, Advaitic Songs (2012)

Για να ξεκινήσω σωστά αυτό το κείμενο, οφείλω για μία ακόμα φορά να ομολογήσω την αφοσίωση μου σε όποια δισκογραφική δουλειά περιλαμβάνει το τρίο των Sleep (Chris Hakius, Al Cisneros, Matt Pike). Ως εκ τούτου η κυκλοφορία του De Vermis Mysteriis των High on Fire αλλά και του Advaitic Songs των Om μέσα στο 2012 – συνοδευόμενα με την Live εμφάνιση των ίδιων των Sleep στο Gagarin- είναι αρκετά για να με κάνουν να μένω ξάγρυπνος τα βράδυα και σε βαθιά περισυλλογή να αναλύω στίχους, νότες, παραμορφώσεις και artwork (να καίγομαι...)

Η αρχική εντύπωση που μου δημιουργήθηκε ήδη από τις πολύ πρώτες ακροάσεις, είναι πως οι Om με το Advaitic Songs αλλά και, λιγότερο όμως, με το God Is Good, κάνουν ένα μουσικό άλμα που ξεπερνά τα όρια του μέχρι τώρα ακροατηρίου τους. Όσο ετερόκλητο και αν είναι έτσι κι αλλιώς αυτό. Οι Om πρέπει πλέον να φτάσουν και σε αυτιά που ορέγονται ηλεκτρονικές ψυχεδέλιες, σε αυτιά που δεν θα άντεχαν το ‘On the Mountain at Dawn’ ή και το ‘From Beyond’ για παραπάνω από είκοσι δεύτερα. Μπορεί αρκετοί από όσους ήδη γνωρίζουν τους Om, να υποδεχτήκαν μετά βαϊων το Advaitic Songs, αρκετές μέρες πριν καν κυκλοφορίσει (σημεία των καιρών), θα ήταν κρίμα και άδικο όμως να παραμείνει γνωστό μόνο σε αυτούς τους σχετικούς κύκλους.

Η πορεία των Om μέχρι αυτό το δίσκο ήταν (είναι) ένα ταξίδι. Με ενδιαφέρον άκουγα κάθε φορά την προσέγγιση των Om στη μουσική. Δεν δημιούργησαν ποτέ τραγούδια έχοντας ως δεδομένες κάποιες μανιέρες. Από την μουσικη αποδόμιση του΄’ Variation on a Theme’(και επί της ουσίας ήδη από το Dopesmoker) έφτασαν στο Advaitic Songs. Οι Om επέλεξαν να ξανανακαλύψουν τη διαδικασία σύνθεσης, να πάρουν τον χρόνο τους ‘σπαταλόντας’ εφτά χρόνια, κάνοντας γνωστή όμως σε έμας αυτή τη διαδικασία με 4 album, 3 single και 2 live κυκλοφορίες. Εν ολίγης λατρέυω τη δουλειά που έχει πέσει στη δημιουργία του δίσκου, πρώτα απ’όλα στη παραγωγή. Πολυεπίπεδος και με εξαιρετική προσοχή στη λεπτομέρια, ήχος. Τα μπάσσα πάλλονται , σχεδόν στα όρια του ακουστικού φάσματος, σέρνοντας το ρυθμό, με όλα τα υπόλοιπα έγχορδα να ‘χορέυουν’ γύρω του. Τα τύμπανα διανθίζονται με κρουστά όπου κύριος υπαίτιος φαντάζομαι είναι ο αξιαγάπητος Lichens/Robert A.A. Lowe, κλείνοντας όμως το μάτι και στο έτερο συγκρότημα του ντράμμερ Emil Amos, τους Grails. Τα φωνητικά είναι και αυτά πιο ποικιλόμορφα, όπου πέρα από τη mantra της Kate Ramsey (Maha Mrityunjaya Mantra, χοντροκομμένα, η mantra που καταπολεμάει το θάνατο), αλλά και το sample στο ‘Sinai’, ο ίδιος ο Cisneros δείχνει στο ‘Haqq-al-Yaqin’ διάθεση πειραματισμού, διαφοροποιόντας ελάχιστα όμως το χαρακτηριστικό του στυλ.

Εμένα το βήμα τους αυτό με βρίσκει σύμφωνο, μιάς και το Advaitic Songs έχει ήδη μπεί στα top του έτους. Δεν είναι όμως για όλες τις ώρες, όπως δεν είναι και για όλα τα αυτιά. Αυτό δεν το λέω με καμία ελιτιστική διάθεση, αλλά αντιλαμβάνομαι πως, όσο και προσωπικά να γουστάρω που η δισκοθήκη μου αρχίζει και μοιάζει με εικονοστάσι, άλλο τόσο οι επιλογές των Om έχουν ξενερώσει κόσμο εδώ και λίγα χρόνια.


Enjoy Responsibly

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

The Vacation Albums - Orcus Chylde (2012)



Οι Orcus Chylde είναι ένα εξαμελές συγκρότημα από την Γερμανία, και συγκεκριμένα από το Aschaffenburg. Σχηματίστικαν το 2009 και μέσα στο 2012 κυκλοφόρισαν το ομότιτλο ντεμπούτο τους, προκαλώντας αναταράξεις στους απανταχού λάτρεις του doom rock / psych prog/ proto metal. Και μπορεί το συγκεκριμένο συνάφι (συμπεριλαμβάνομαι και εγώ) να εντυπωσιάζεται ευκολά από ανάποδους σταυρούς πλαισιωμένους από την γραμματοσειρά butterfly, να δακρύζει στο άκουσμα αναλογικής παραγωγής, και να μην ενοχλείται εάν η στυλιστική άποψη στις φωτογραφίες ταυτίζεται με αυτή της Βλαχοπούλου στο ‘Μαριχουάνα Στοπ’, το συγκεκριμένο συγκρότημα όμως εμπίπτει στην κατηγορία όπου το σύνολο είναι σπουδαιότερο από το άθροισμα των επιμέρους χαρακτηριστικών του. Αστειέυομαι προφανώς, όμως σύμφωνα με τον Batman, οι Orcus Chylde και οι Kadavar είναι τα μόνα καινούργια γερμανικά προιόντα που πρέπει να καταλώνουμε. Και ο τύπος έχει κόψε ακόμα και τις γερμανικές μπύρες...

Καταλαβαίνω πως η κυκλοφορία του δίσκου μπορεί πλέον να αποτελεί ‘παλαιά’ νέα στο χώρο, με τα σημαντικότερα ελληνικά και ξένα site και blog να έχουν ήδη κάνει τις αναφορές τους. Προσωπικά όμως ένιωσα την ανάγκη πρώτα να αφιερώσω αρκετό χρόνο στην ακρόαση του και μετά να μοιραστώ δύο κουβέντες. Όχι πως άλλαξε η γνώμη μου ανάμεσα στη πρώτη και την τελευταία φορά που πάτησα το play, αλλά είναι αυτά τα επιμέρους στοιχεία που ήθελα να χωνέψω και να τα βάλω σε μία σειρά. Επί της ουσίας πρόκειται για ένα άλμπουμ που στα δισκοπωλεία μπαίνει στο ίδιο ράφι με Witchcraft, The Devil’s Blood και Burning Saviours και θα μπορούσε να έχει αυτοκόλλητο ‘For the Fans of : Black Sabbath, Deep Purple, Led Zeppelin, Celtic Frost (κολλάνε παντού)’. Αυτό όμως είναι τόσο ακριβές όσο και να έκρινες και ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του.

 Το πρώτο στοιχείο που εκπλήσει είναι πως το ‘Orcus Chylde’ δεν το κάνεις για πρώτη κυκλοφορία μπάντας. Είναι τέτοια η ποιότητα και το όραμα που διέπει το δίσκο, όπου δύσκολα τη συναντάς σε παρθενική δισκογραφική εμφάνιση. Ξέρουν εκ των πρωτέρων πώς θέλουν να ακούγονται και δεν πρόκειται για μάχη μεταξύ των μελών για μία θέση μπροστά από το προβολέα. Ακόμα και οι επιλογές του πληκτρά, όργανο που στα αυτιά μου ήχει τις περισσότερες φορές σαν ενοχλητικό κουνούπι εν μέσω αυγουστιάτικης νυχτας, φαίνονται να λειτουργούν μόνο για χάρη του συνόλου, ανυψώνοντας ενορχηστρωτικά το επίπεδο των τραγουδιών. Και επειδή ακούμε Rock και Metal, καλό είναι να θυμόμαστε πως η ενορχήστρωση και η ένταση μας κάνει να ξεχωρίζουμε από ένα σωρό άλλα ηχητικά παράσιτα, όσο μας κάνουν και οι αντιτακτοί αντίχειρες να ξεχωρίζουμε από τα ζώα.


Πριν ανέφερα πως το πρώτο πράγμα που εκπλήσει είναι ο επαγγελματισμός τους, αλλά είπα ψέμματα. Το πρωτο πράγμα που εκπλήσει είναι τα σπαραξικάρδια φαλτσέτα της φωνής του τραγουδιστή. Ένα είδος πένθιμης θρηνωδίας που εξιστορεί τις ημέρες και τα έργα του τέκνου του Όρκους,μία φωνή που θα μπορούσε ίσως να παρομοιαστεί με αυτή του Marcus Pelander, εάν είχε γεννηθεί στο Manchester. Και εδώ παίζει ένα τέχνασμα στη παραγωγή των φωνητικών που δεν γνωρίζω εάν έγινε σκόπιμα: οι φωνητικές γραμμές είναι τόσο εθιστικές όσο και θαμμένες στη μίξη. Θες να γουστάρεις και να το δυναμώσεις το ρημάδι για να τραγουδίσεις και καταλήγεις να ακούς το κομμάτι τέρμα, αλλά η φωνή ακόμα να μην ξεχωρίζει. Κάτι σαν το Whitewater των Kyuss για όσους έχουν βρεθεί σε αυτή τη θέση.

Μάλλον όχι... Το πρώτο πράγμα που εκπλήσει, είναι το όνομα. Αυτό το y και το τελικό e στο Chylde που θυμίζει Witchfynde, και κατ’επέκταση μία ανεπαίσθητη μυρωδιά σκόνης. Συνολικά το Orcus Chylde μπορεί να λειτουργήσει ως ένα όχημα που στο μέλλον θα αποτελεί πειστήριο για τις μουσικές τάσεις της γενιάς μας, πάντα κάπου ανάμεσα στο obscure και στο ‘μπάντα για φεστιβάλ, αλλά στις δυόμιση το μεσημέρι’, όμως με φανατικό κοινό. Εν δυνάμει cult δηλαδή. Κρατήστε το κάπου πρόχειρα στη μνημη σας.


All Hail the Orcus Chylde!

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Serenity Broken - Commercial Suicide (2012)


Αποφασιστικότητα και επαγγελατισμός. Αυτές είναι οι πρώτες σκέψεις μου, ακούγοντας μόλις τα πρώτα δευτερόλέπτα της καινούργιας κυκλοφορίας των Serenity Broken, Commercial Suicide. Η άποψη μου είναι πως άμα θές να πας κάπου με το συγκρότημα σου, τότε υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να κάνεις, και οι Serenity Broken δείχνουν πως δεν ηχογράφησαν μόνο για να εκπληρώσουν ένα εφηβικό όνειρο, ή για λένε σε φίλους πως ‘είναι σε συγκρότημα’. Ο σκοπός είναι να ακουστούν και προσωπικά είμαι μαζί τους.

 Στα 11 τραγούδια του Commercial Suicide, τα παιδιά παίζουν πάνω σε ένα ευρύ φάσμα επιρροών, δημιουργόντας ένα κράμα alternative metal και grudge ( τα τρία πρώτα ονόματα που μου ήρθαν ήταν οι Alice in Chains, οι Godsmack και οι Need), που θεωρώ πως θα αφήσει δυσαρεστημένους μόνο όσους αντιτίθονται στην ιδέα στην ύπαρξη ‘μεταλλικών’ και μελωδικών φωνητικων στο ίδιο τραγούδι. Ακόμα και αυτοί όμως δεν θα μπορέσουν να αρνηθούν πως τα φωνητικά είναι πολύ καλά, και καθόλου ‘ελληνικά’. Μιά ακρόαση λοιπόν δεν είναι αρκετή, ο δίσκος σχεδόν παρακαλάει να πατήσεις το repeat και πέρα από κάποια κομμάτια που ξεχωρίζουν, θα υπαρξουν στιγμές σε όλη την διάρκεια της κυκλοφορίας που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον.

 Η παραγωγή του δίσκου είναι υψηλού επιπέδου, είδικά για ανεξάρτητη παραγωγή και στα συν πρέπει να ανφερθεί πως η μίξη και το mastering έγιναν στην Φιλανδία. Και ίσως κάποιος γκρινιάξει λέγοντας πως τέτοια κίνηση πιθανότατα σκοπεύει στον εντυπωσιασμό και ότι δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο πλέον, όπως το βλέπω εγώ όμως, ο καθένας κάνει αυτο που κρίνει πως θα έχει το καλύτερο αποτέλεσμα. Οπότε αντί να συμβιβαστούν, έκανα το βήμα που έκριναν ως το βέλτιστο για αυτούς. Αποφασιστικότητα και επαγγελματισμός όπως είπα.

Είναι περιττό να συνεχίσω να μιλάω για το Commercial Suicide, ορίστε το bandcamp για την ακρόαση του και για όποιον περάσει το επόμενο σ/κ από την Νέα Μάκρη για τα Μουσικά Κύμματα, να μην χάσει την εκεί εμφάνιση τους. Απλά προτείνουμε να αφιερώσετε λίγο χρόνο, αξίζει την προσοχή σας και σίγουρα θα μας απασχολούν συχνά από εδώ και πέρα.

Serenity Broken on Facebook

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Suck – Time To Suck (1970)

 Οκ, το συγκρότημα ονομάζεται Suck, ο μοναδικός δίσκος που κυκλοφορίσανε λέγεται Time To Suck, και το εξώφυλλο δείχνει ένα παιδάκι. Βάζω λοιπόν εξ’αρχής στην άκρη το πόσο αστείο φαίνεται όλο αυτό στην εποχή μας και θα προσπεράσω το προφανές με μία απλή αναφορά, ότι το 1970 όλα αυτά ήταν αρκετά για να προκαλέσουν τα λεπτά αισθήματα των πουριτανών, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για το Γιόχάνέσμπούργκ της Νότιας Αφρικής, όπου οι κοιτίδες της rock κουλτούρας ήταν δύο ηπείρους και έναν ωκεανό μακριά. Όχι πως έχει δεν την δικιά του, ιδιαίτερη σημασία, το ‘περιβάλλον’ μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε μία μπάντα. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορείς να εκτιμήσεις ένα συγκρότημα. Ο πρώτος είναι να λάβεις υπόψιν το πού, το γιατί, και κυρίως, το πότε. Ο δεύτερος τρόπος είναι να είναι καλό το περιεχόμενο. Ο πρώτος δίσκος των Sabbath για παράδειγμα, τάραξε τα νερά, εν μέρη γιατί η χρονική συγκυρία ήταν σωστή, αλλά κατά κύριο λόγο γιατί ο δίσκος ήταν άψογος στην ολότητα του. Οι Ramones απο την άλλη, άμα βγαίνανε μία δεκαετία αργότερα, δεν θα είχαν την ίδια βαρύτητα σαν όνομα (Σε αυτό το σημείο να πώ πως η συμβολή του Keith Emerson στο punk ήταν τόσο σημαντική όσο και αυτή του Iggy Pop, χεχεχεχε....)

To Time To Suck λοιπόν είναι ένας δίσκος διασκευών. Οι Suck δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους σε αυτό το εγχείρημα, επιλέγοντας κομμάτια από τα πιό heavy και psych ονόματα της εποχής και επειδή το μουσικό τους επίπεδο είναι αρκετά υψηλό, καταφέρνουν να τα διαποτήσουν με το δικό τους ψυχωμένο παίξιμο. Ετσί λοιπόν επιλέγουν δύο κομμάτια απο Grand Funk Railroad, το Aimless Lady και το Sin’s A Good Man’s Brother, καθόλου τυχαία μιας και όλες οι διακευές τους έχουν μία δόση από το pure rock fury των Αμερικάνων, το επικό 21st Century Schizoid Man των King Crimson, Into The Fire από Purple, I’ll Be Creeping απο Free, Elegy από Colloseum, και μία εξαιρετική διασκευή στο Season of the Witch του σκωτσέζου Donovan, τραβώντας το σχεδόν στα 10 λεπτά (εδώ μια άλλη διακευή στο ίδιο τραγούδι). Τέλος το Time to Suck περιλαμβάνει μία δικιά τους σύνθεση, το The Whip που καθόλου περιέργως φέρνει κάτι από Grand Funk. Στο reissue του δίσκου, σε cd πλέον, υπάρχει και διασκευή στο War Pigs των Sabbath.

 Συνολικά ο δίσκος είναι ένα 40λεπτό αφιέρωμα στην μουσική που μεσουρανούσε στα τέλη του ’60, ακούγεται υπέροχα χώρις να δημιουργεί την ανάγκη να ακούσεις την αυθέντικη εκτέλεση όπως επι το πλείστον σου δημιουργουν άλλα συγκροτήματα όταν διασκευάζουν. Για εμένα το Time To Suck μπαίνει στην ίδια ποιοτική κατηγορία με το πρώτο album των Vanilla Fudge (1967), όπου παρά τις βασικές διαφορές στον ηχητικό προσανατολισμό που έχουν μεταξύ τους, ως σύνολο αποδεικνύουν ποιά ήταν η pop(ular) μουσική της εποχής και πόσο ραγδαίες υπήρξαν οι αλλαγές της μέσα σε μόλις μια 3ετία.


Y.Γ. Το Season of the Witch το έχουν διασκευάσει και οι Vanilla Fudge. Πολύ χρήσιμη πληροφορία....
Ιδού και οι προηγούμενες προσπάθειες μου για την αποκωδικοποίηση των 70's: Captain Beyond & Sir Lord Baltimore - Buffalo - The Wicked Lady - Flower Travellin' Band - Bang για όποιον έχει όρεξη να διαβάζει τις αηδίες μου.

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Disbelief - Worst Enemy (2001)

Η σχέση μου με το death metal είναι επιδερμική και δεν το πολυψάχνω εκτός κι αν στα μουσικά σάιτς και μπλογκς που χαζεύω για διάφορες κυκλοφορίες, συνοδεύεται από τις μαγικές λέξεις "doom" ή "sludge". Έτσι άκουσα τούτη τη δισκάρα, η οποία αποτελεί την τρίτη κατά σειρά από σύνολο 9 δίσκων των Γερμανών και πρώτη για μένα που ακούω αλλά σίγουρα όχι η τελευταία.

Το να προσπαθήσω να κατατάξω τους Disbelief σε κάποιο συγκεκριμένο ιδίωμα, θα ήταν αδύνατο. Αυτό που ακούω στο "Worst Enemy" δεν το έχω ξανακούσει από καμία μπάντα και μόνο συνειρμικά οι κιθάρες μου φέρνουν στο νου, τους Voivod ενώ η αρρωστημένη ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με την δυναμική της μουσικής τους και τις αργές ταχύτητες θυμίζουν Neurosis. Ψάχνωντας λίγο στο ίντερνετ, βρήκα ότι το death τους είναι κοντά σε εκείνο των Bolt Thrower -τους οποίους έχω ακούσει ελάχιστα- οπότε, ελπίζω να πήρατε μια ιδέα για το τι παίζουν οι τύποι.

Πιο συγκεκριμένα, εδώ έχουμε αργόσυρτους ρυθμούς, με mid-tempo ξεσπάσματα, κλασσικό death drumming που κεραυνοβολεί αδιάκοπα, riffs-ξυράφια που κόβουν την ανάσα και μανιασμένα φωνητικά γεμάτα πόνο και οργή. Η αδυσώπητη ένταση είναι το κερασάκι στην τούρτα, δημιουργώντας μια ασφυκτικά πνιγηρή ατμόσφαρα που αποπνέει κατάθλιψη και μιζέρια.

Δεν υπάρχουν περισσότερα να πω, δεν το πολυκάτεχω κιόλας με το death, αλλά το σίγουρο είναι ότι το "Worst Enemy" αποτελεί ένα δίσκο, που ανοίγει νέους δρόμους για μένα στην ακραία μουσική. Τελειότητα.




http://www.metal-archives.com/bands/Disbelief/3840

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Kadavar - s/t (2012)

Οι Kadavar είναι ένα φρέσκο συγκρότημα από την Γερμανία, ένα trio που κινείται στα όρια του, ξανά κλασσικού, αναβιωμένου 70's rock, άντε ας βάλω και την ταμπέλα occult εδώ για να ξέρουμε για τί μιλάμε. Οταν, για να περιγράψεις τον ήχο τους, αρχίζεις να αραδιάζεις  συγκροτήματα του πρόσφατου παρελθόντος (Graveyard, Witchraft, Brutus) τότε εγώ ξεκουράζω το τριχωτό πηγούνι μου ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρα μου και σκέφτομαι. Αποτελέι αυτό κάποιου είδους νίκη για την σκηνή; ή οι Pentagram, οι Blue Cheer και οι Sabbath έγιναν τόσο αυτονόητοι; (όπως πχ: προφανώς στο NWOBHM ακούς Maiden.) Και στην τελική, πόση σημασία έχει; Το ντεμπούτο των Kadavar περιλαμβάνει άρτια παιγμένο rock, με υψηλές δόσεις ρομαντισμού και λυρισμού στις μελωδίες, χορταστικά fuzz και κάποια space  περάσματα. Ενας υπέροχος δίσκος ο οποίος θα μου κρατήσει καλή παρέα για αρκετά 33λεπτά ακόμα, και αν έχω (έχουμε) κάτι ανάγκη είναι να περνάω (περνάμε) καλά με όμορφες μουσικές και καλή παρέα. Καλοί οι Idles, καλοί και οι Windhand, αλλά όχι για όλες τις ώρες. Άντε γιατί πολλές πίκρες φάγαμε τώρα τελευταία.
Και για το τέλος να πως οι Kadavar έρχονται ως support των La Otracina στις 22 μαϊου στο σιξ ντογκς με πολύ φθηνό εισητήριο.


Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

High on Fire - De Vermis Mysteriis (2012)

Σημαντική σημείωση για όποιον μπεί στην διαδικασία να διαβάσει το κείμενο που αφορά το De Vermis Mysteriis: ο συγκεκριμένος δίσκος έβαλε την παρέα σε πολύωρες συζητήσεις για τον ήχο, το εξώφυλλο, τις αλλαγές, τον Kurt Ballou και τις διαφορές με τις προηγούμενες κυκλοφορίες. Στον έναν το Snakes for the Divine είναι Maiden, στον άλλο το όνομα πίσω από την κονσόλα είναι εγγύηση ποιότητας, αφορισμοί για το Death is this Communion, αμερικάνικο doom, μπύρες και μασχαλίλα. Αδιαπραγμάτευτα πολύτιμες ώρες κουβέντας μεταξύ nerds δηλαδή. Τα παρακάτω απότελούν την άποψη μου, με την οποία δεν έχω βρεί κανέναν να συμφωνεί απόλυτα


Πρώτα απ'όλα μιλάμε για την 6ή δισκογραφική δουλειά των High on Fire και του πολέμαρχου Matt Pike, αυτό και μόνο του αποτελεί γεγονός. Η μπάντα μέσα από αυτα τα άλμπουμ έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα πιστό ακροατήριο,  και το όνομα High on Fire να γίνει συνώνυμο με έναν συγκεκριμένο ήχο, τον οποιό έχουν προπαθήσει και άλλοι να τον κοποιάρουν και να τον προσαρμόσουν. Αμα τύχει και ακούσεις οποιοδήποτε κομμάτι τους σε ανύποπτο χρόνο, ξέρεις σίγουρα ότι είναι HoF ακόμα και αν δεν μπορείς να ονομάσεις τον τίτλο. Αυτό ισχύει και για το De Vermis Mysteriis. Ο ίδιος ο Matt έχει αναδειχθεί σε ήρωα του ακραίου ήχου, τόσο για τα γαλόνια που φοράει, όσο για τον ξεχωριστό τρόπο που ταλαιπωρεί την κιθάρα του. Και οι έξι δίσκοι λοιπόν, πληρούν κάποια στάνταρ καφρίλας, επικούρας, αδυσώπητης ριφολογίας και ανηλεούς drumming. Αυτά είναι τα γεγονότα. Από εδώ και πέρα περνάμε στις λεπτομέρειες.

Καλό το εξώφυλλο, ελπίζω κάποια στιγμή στο μέλλον να έχω την δυνατότητα να ακούσω τον δίσκο χαζέυοντας το εξώφυλλο για όσο διαρκεί το De Vermis, αλλά... αλλά δεν είναι Ropper. Μπορεί να ο Arik Roper να είναι το στανταράκι για σχεδιασμό εξωφύλλου μιας ολόκληρης σκηνής, αλλά στο μυαλό μου High on Fire με εξώφυλλο δια χειρός Roper είναι σαν ψωμί με μερέντα ( με εξαίρεση το εξώφυλλο των Buzzov-En για το Welcome to Violence που είναι από τα καλύτερα που έχω δεί). Βγάζοντας αυτο το παράπονο για το φαίνεσθαι από μέσα μου, που δεν είναι μόνο δικό μου παράπονο, προχωράω στην ουσία των πραγμάτων που είναι το ακούγεσθαι.

Το De Vermis Mysteriis δεν είναι ο καλύτερος τους δίσκος. Με εξαίρεση το εναρκτήριο Serums of Liao και το τρομερο Madness of an Archtect δύσκολα μπορώ να ξεχωρίσω κάποια άλλη σπουδαία στιγμή. Μη με παρεξηγήσεις, όλος ο δίσκος ακούγεται νεράκι αλλά πιστευώ πως ο καθένας, ανάλογα και με το προσωπικό του γούστο, δεν θα βρεί πάνω από τρία κομμάτια να ακούσει στο repeat. Φτάνοντας στο θέμα του ήχου, εδώ και πάλι παίζει σημαντικό λόγο το αυτί του εκάστοτε ακροατή. Δεν θα μπώ στην διαδικασία να πω αν εμένα μου άρεσε ή όχι αυτό που άκουσα -που δεν τρελάθηκα κιόλας να πω την αλήθεια-, άλλωστε, ποιός χέστηκε για την γνώμη μου, την στιγμή που το να αποκτήσει ο καθένας την δική του είναι μόλις 3 κλικ και ένα captcha μακρία. Ο Kurt Ballou που έχει αναλάβει την παραγωγή έχει φροντίσει ώστε να δώσει μια διαφορετική αισθητική στο δίσκο, μία πιο πριμαριστή και μονολιθική χροιά στο όλο εγχείρημα, μία πιο thrash προσέγγιση στην μουσική των High on Fire. Κατά κάποιο τρόπο μπορώ να καταλάβω γιατί επιλέχθηκε να γίνει αυτό, μπορώ να κάνω μόνο εικασίες βέβαια.

Οι High on Fire έχουν περισσότερους οπάδους από τον γενικότερο Soner/Sludge/Doom χώρο παρά το γεγονός πως παίζουν heavy και metal. Εχουν το στίγμα πως είναι χασικλίδες αμερικάνοι με χαμηλοκουρδισμένες βαριές κιθάρες -που είναι, αλλά δεν αποτελεί την ραχοκοκκαλιά της έμπνευσης τους-. Ο Matt έπαιζε στους Sleep εν πάσι περιπτώση, και οι τύποι έχουν δίσκο ονόματι Dopesmoker. Και επειδή το φαίνεσθαι αποτελεί παγίδα και για τον πιο ψιλιασμένο ακροατή, πόσο μάλλον για τον επιφανειακό μουσικόφιλο (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνίας) οι High on Fire ίσως έχουν μείνει στην απ'έξω απο ένα ευρύτερο κοινό. Εξού και ίσως ο πιο 'παραδοσικος' metal ήχος στο τελευταίο δίσκο να αποτελεί μια στροφή για αυτούς. Και δεν θέλω να μπερδέψει κανείς το παραδοσιακό με το έυπεπτο. Ο δίσκος είναι γαμημένα heavy και,ως συνήθως, καλό είναι να αποφέυγεται η ακρόαση του υπό την επήρεια αγχούς και γενικότερων γαμώτηνκενωνία συναισθημάτων, όπως στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ή περιμένοντας στην ουρά κάποιας δημόσιας υπηρεσίας. Διαφορετικά τα δόντια σας μπορεί να βρεθούν επικύνδυνα κοντά στην καρωτίδα της απέναντι γριάς ή του ξενέρωτου μεσήλικα με γραβάτα που εδώ και τόση ώρα κάνει ότι δεν σας βλέπει γιατί μιλάει στο τηλέφωνο.

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Aura Noir - Out to Die (2012)


Πέμπτο full length των Νορβηγών. Μετά την σχετικά πρόσφατη ακύρωση της συναυλίας τους στην Αθήνα, η κυκλοφορία του “Out to Die” λειτουργεί ως το καλύτερο Aura Noir fix για τους Έλληνες οπαδούς τους.

Είναι προφανές ότι τούτοι εδώ, ουδέποτε διεκδίκησαν δάφνες πρωτοτυπίας και με αυτή τη λογική ηχογράφησαν το καινούριο album. Απόκοσμα φωνητικά, απαραίτητες δόσεις σατανίλας και μουσική που καθιστά σαφές ότι το unholy thrash metal οφείλει να υπάρχει και να καίει ηχεία και ενισχυτές, ανεξαρτήτως χρονολογίας.

Απαραίτητο για αμετανόητους thrasers, black metal-άδες με party διάθεση και λοιπούς wrist band bearers, το “Out to Die” δεν είναι το καλύτερο πόνημα της μπάντας, όμως οι οπαδοί περίμεναν από το 2008 και η «ασχήμια» του (όπως επισημαίνουν οι ίδιοι) είναι άλλη μια φορά αξιοπρεπέστατη.

Όσο χαίρομαι που οι Sodom φόρεσαν στον Knarrenheinz αντιασφυξιογόνο μάσκα και εξελίχθηκαν μετά το “In the Sign of Evil”, άλλο τόσο χαίρομαι για την ξεροκεφαλιά των Aura Noir!

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Steelwing - Zone of Alienation (2012)


Η άνθηση του παραδοσιακού heavy metal τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να ωφελεί μόνο τους οπισθοδρομικούς ακροατές, αλλά και νέες μπάντες σαν τους Steelwing που η καρδούλα τους το λέει για την αγνή έκφανση του ήχου.

Ό,τι περιμένει να βρει κανείς από ένα τέτοιο συγκρότημα θα το βρει εδώ. Νεανική ορμή, στίχους γραμμένους με τα μυαλά πάνω απ΄το κεφάλι και το γκάζι σανιδωμένο, εξώφυλλο που αψηφά το ημερολόγιο, ρεφραίν για αρένες, τσιρίδες, γενναίες δόσεις μελωδίας και καλοπαιγμένα solos, είναι όλα παρόντα!

Οι Enforcer το 2010, εκτός από το να σκίσουν λαρύγγια και να τσακίσουν σβέρκους, έθεσαν νέα standards για τη νέα φουρνιά Heavy Metal συγκροτημάτων. Οι Steelwing είναι από τους καλύτερους μαθητές τους (ίδιος παραγωγός με το “Diamonds”). Δεν μπορώ επίσης να μην επισημάνω ότι το «Breathless» μοιάζει να ηχογραφήθηκε με αφίσα του Jeff Scott Soto αναρτημένη στο studio!

Περιμένουμε εναγωνίως τον τρίτο, καθοριστικό δίσκο τους.

MySpace
Youtube Official

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Grá- Helfärd EP (2010)


Αυτό εδώ το δισκάκι από τους Σουηδούς Grá παρουσιάζει ενδιαφέρον. Περιέχει τέσσερα τραγούδια, σε γλώσσα που δε γνωρίζω, τα οποία παραπέμπουν στις βάσεις του black metal, όπως αυτό παιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κάτι τέτοιο αυτόματα τους καθιστά μη πρωτοπόρους, ίσως και μπάντα που πέφτει στη λούμπα της επανάληψης. Από την άλλη όμως, ήμουν πάντα της λογικής ότι αν η μουσική πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί καλή, ποιος νοιάζεται για το αν ανήκει σε παλιότερες εποχές? Η κλασική φράση μουσικών δημοσιογράφων «αν είχε βγει τότε θα μιλάγαμε για διαμάντι» πάντα με αηδίαζε. Άξιοι οι Blut Aus Nord που πάνε το θέμα μπροστά, οφείλουν όμως όλες οι black μπάντες να παίζουν έτσι σήμερα? Αυτά ως προς τις χρονολογικές παρωπίδες.

Στο Helfärd λοιπόν θα βρει κανείς την καλοδεχούμενη χύμα παραγωγή που θάβει drums και θολώνει τα όμορφα σκισμένα φωνητικά συμβάλλοντας στη δημιουργία της απαραίτητης ατμόσφαιρας που προάγουν ένα δίσκο του ιδιώματος από μαύρο σε άραχνο. Αν εκτεθείς στη μουσική του βρισκόμενος σε βαριά ψυχολογική κατάσταση, σίγουρα αυτή θα αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Και όταν μιλάμε για old school black metal αυτό είναι θεμιτό.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί το εξώφυλλο, μια θολή μαυρόασπρη φωτογραφία ενός κτηρίου γοτθικού τύπου με gargoyles. Η γωνία λήψης είναι τέτοια που σου δίνει την εντύπωση ότι πέφτεις από αυτό, ή ότι είσαι τέζα στην άσφαλτο και είναι το τελευταίο, άσχημο μα επιβλητικό πράγμα που θα δεις ποτέ. Φοβερά πιο επιτυχημένο από κάθε στέπα, φέρετρο και λοιπές corpsepaint ομορφιές.

Δεν κρατιέμαι να μην αναφέρω ότι ο εμετός που ακούγεται στο intro μου θύμισε το κατούρημα στο εναρκτήριο άσμα “Nattefrost Takes a Piss” του προσωπικού album “Blood and Vomit” του μπροστάρη των Carpathian Forest και την "True primitive narrow-minded black metal" λογική του. Κάτι τέτοιο τους αδικεί βέβαια, αφού από πίσω ακούγεται γραμμόφωνο και κάτι σαν Edith Piaf. Επίσης. Tο “Klagan och Längtan” θυμίζει κάτι από τις ατμόσφαιρες των Immortal του “At the Heart of Winter”.

Συνολικά το Helfärd κρίνεται αξιόλογο τόσο για τον back to ‘90’s ήχο του, όσο και για την ιδιαίτερη αισθητική του προσέγγιση, στοιχεία που δένουν και τα δύο άψογα μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν σας έπεσαν βαριά όλα αυτά, εμένα σίγουρα ναι παρόλη την αξία του δίσκου. Oπότε αφού το ευχαριστήθηκα, θα βάλω να ακούσω Mötley Crüe να έρθω στα ίσα μου.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Uzala - Uzala (2012)

Έχω στο repeat τον δίσκο των Uzala εδώ και αρκετές μέρες και κάθε φορά που λέω πως θα ήθελαν να πω δυό τρία πράγματα για αυτούς δεν ξέρω από που να ξεκινήσω. Ας κάνω την αρχή από τα βασικά λοιπόν, μας έρχονται από μία πόλη του Idaho, κάπου ανάμεσα στο τίποτα, αποτελούνται από 4 μέλη και πολύ γενικά θα μπορούσαμε να πούμε πως μουσικά κινούνται στα πλαίσια του doom ήχου με αρκετά ξεσπάσματα προς πολλές άλλες κατευθύνσεις. Αυτή η περιγραφή θα ήταν άδικη όμως, όπως και για πολλά άλλα συγκροτήματα, και σίγουρα λέει πολύ λιγότερα από την μισή αλήθεια για αυτούς.
Εδώ μιλάμε για ένα άλμπουμ που στο μυαλό μου μοιάζει με έναν γερασμένο πρακτικό της μαγείας, αργό στο βήμα και με χαρακτήρα οξύθυμο, όπου η μυρωδιά του χωμάτος τον περιβάλει. Σπίτι του είναι εκείνο το μέρος του δάσους όπου πάντα είχες την απορία τι μπορεί να συμβαίνει την νύχτα. Οι Uzala έχουν μαζέψει σαν κοράκια στην φωλιά τους ό,τι τους τράβηξε την προσοχή, αλλά δεν νομίζω πως έχει κανείς την διάθεση να το ζητήσει πίσω. Όταν τις επιρροές σου δεν τις χρησιμοποιείς απλά για να γράψεις μουσική στο ανάλογο ύφος αλλά τις έχεις κάνει βίωμα και σε εκφράζουν απόλυτα τότε δημιουργείς δίσκους σαν το ντεμπούτο αυτό.
Ξεκινώντας από το Batholith σε ρίχνουν κατευθείαν στα βαθιά νερά του ήχου τους, σε γκρεμούς από ξυράφια και σωτήρια αέρινα φωνητικά. Μια στάση στο old-school Fracture, εισπνοή από γνώριμο χαρμάνι πριν την επαναφορά στο πένθιμο μοτίβο στο οποίο θα μείνουν πιστοί ως το τέλος. Και για σφραγίδα κλείνουν με διασκευή στο Gloomy Sunday, τραγούδι με ομιχλώδη παρελθόν, γατρειά στην terminal spirit αρρώστεια.
Και αν γίνομαι λίγο γραφικός στις περιγραφές μου, δεν φταίω εγώ αλλά ούτε και οι Uzala. Φταίει ο Lovecraft, o Howard, οι Celtic Frost, τα Βαρδούσια και οι Earth.


Eko Eko Azarak.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Monarch - Omens (2012)

Οι Γάλλοι Monarch δεν είναι νέοι στην πιάτσα. Υπάρχουν από το 2002 και τούτο εδώ είναι το έκτο τους άλμπουμ. Και πέρα από αυτά, κυκλοφορούν μανιωδώς σπλιτάκια και EPs, δείχνοντας αν μη τη άλλο, ότι το γουστάρουν με το παραπάνω αυτό που κάνουν. Αν βάλουμε μέσα στην εξίσωση ότι πρόκειται για μια βασικά drone μπάντα, τότε φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι οι μπάντες που καταπιάνονται με αυτό το είδος, διακρίνονται, συνήθως, από μια σπάνια εργασιομανία που πραγματικά δεν μπορώ να κατανοήσω (βλέπε Sunn O))), Boris, Nadja/Aidan Baker και άλλους).

Βέβαια, οι Monarch δεν είναι η κατεξοχήν drone μπάντα, τύπου Sunn O))). Ηχητικά βρίσκονται κάπου ανάμεσα στους Khanate, τους Menace Ruine και τους Corrupted, προσεγγίζοντας με μια sludge διάθεση το drone. Χαρακτηριστικό της μουσικής τους είναι τα πολύ όμορφα γυναικεία φωνητικά της Emilie Bresson, που δίνουν μια διαφορετική ηχητική διάσταση.

Το "Omens" αποτελείται από τρία κομμάτια συνολικής διάρκειας 35 λεπτών, με δύο μεγάλα στην αρχή και στο τέλος και ένα 3λεπτο ιντερλούδιο ενδιάμεσα. Το εναρκτήριο 12λεπτο "Blood Seeress" έχει στοιβαρό ρυθμό με τα ντραμς του Rob Shaffer (Dark Castle) σε σταθερά επαναλαμβανόμενο τέμπο όπως και το πελώριο, ογκώδες μπάσο, το fuzz της κιθάρας του Shiran Kaidin (Year Of No Light) κλασσικά τέρμα με ωραία αργά riffs και τις τσιρίδες της Bresson να περνάνε πάνω από το ατέλειωτο feedback, μαυρίζοντας περισσότερο την ατμόσφαιρα. Το ambient "Transylvanian Incantations" με τα στρυφνά synths μοιάζει σαν να βγήκε από soundtrack μετά-αποκαλυπτικής ταινίας και δένει ωραία με την όλη νοσηρή ατμόσφαιρα και αποτελεί τη δίοδο για το μεγαλειώδες 19λεπτο "Black Becomes The Sun". Εδώ οι κιθάρες είναι πιο μινιμαλιστικές με πανέμορφα θέματα που σε συνδυασμό με τα καθαρά αιθέρια φωνητικά δημιουργούν μια πανέμορφη ατμόσφαιρα, σπάζοντας τη μαυρίλα. Αυτό για περίπου επτά λεπτά πριν αρχίσουν τα πράγματα να βαραίνουν ξανά, το feedback να σκεπάζει τα πάντα και το "μαύρο" να καλύπτει τον ήλιο μέχρι και το φινάλε, δίνοντας τέλος σε μια συγκλονιστική σύνθεση και σε έναν πολύ καλό δίσκο που αξίζει τις ακροάσεις του.

Monarch On Facebook

Wino & Conny Ochs - Heavy Kingdom

Μερικοί άνθρωποι απλά δεν μπορούν να μένουν άπραγοι. Ευτυχώς για εμάς ο χώρος της undergound μουσικής έχει αρκετούς τέτοιους. Βέβαια εδώ μπορεί να πέσεις στην παγίδα της μετριότητας και της επανάληψης, κάτι που δεν ισχύει για όλους, αλλά όταν η ανάγκη για δημιουργία γίνεται πλέον βιολογική και αυτό φαίνεται και ακούγεται τότε βγαίνουν κυκλοφορίες υπεράνω κριτικής. Στην περίπτωση του Wino τα πράγματα βρίσκονται κάπου στην μέση. Στην καινούργια του κυκλοφορία, σε συνεργασία με τον Conny Ochs, έναν Γερμανό που τριγυρνάει με την ακουστική του κιθάρα (o οποίος δεν ήταν support act του Wino στο An, αλλά ο Darsombra) τον ακούμε να κάνει αυτό που ξέρει καλά. Πιθανότατα και το μόνο πράγμα που ξέρει. Τραγούδια με έντονο το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον ακροατή, στις μουσικές κλίμακες που τον ξέρουμε με στίχους λαιμητόμους. O Cony δεν παίζει απλώς τα ακομπανιαμέντα πάνω στην φωνή του Wino όμως. Μιλάμε για συνεργασία με το κάθε ένα να έχει ίδιους ρόλους και ίδια αξία. Ο δίσκος φαίνεται να έχει ηχογραφηθεί γρήγορα αλλά όχι βιαστικά. Τα λάθη που ακούγονται απλά κάνουν πιο αυθεντικό το δημιούργημα, στο κάτω κάτω μιλάμε για ακουστικό δίσκο, με σκοπό να παιχτεί ζωντανά και να κοσμίσει δισκοθήκες ανθρώπων που θα ενδιαφερθούν να ακούσουν.

Εν' ολίγοις μιλάμε για μία κυκλοφορία που ίσως σε μια δεκαετία να έχει ξεχαστεί, που μόνο συνειρμικά θα μνημονεύεται, η οποία ηχογραφήθηκε σαν παρένθεση στην κοινή περιοδία του Wino Με τον Conny, μόνο και μόνο γιατί κάποια πράγματα πρέπει να ειπωθούν μόνο όταν η στιγμή είναι κατάλληλη. Και αν θα υπάρξει μέλλον αυτό θα γίνει μόνο γιατί κάτι έμεινε απέξω, ή γιατί ήρθαν και άλλα βιώματα να προστεθούν και κάπως πρέπει να μιλήσεις για αυτά. Αλλοι γράφουν βιβλία, άλλοι γυρίζουν ταινίες ή τραβάνε φωτογραφίες. Αυτοί εδώ παίζουν μουσική.

Τώρα αν ο δίσκος είναι καλός, αυτό είναι προσωπική υπόθεση του ακροατή (πάντα δεν είναι;). Εμένα μου άρεσε, και πιστεύω πως μπορεί να κάνει τον κύκλο του από τα ηχεία του καθένα αφήνοντας κάτι πίσω. Απλά για το τέλος να πω πως ο WIno με τον Conny έχουν μία κυκλοφορία ακόμα, πάλι live ηχογράφηση για την σειρά Latitudes που βγάζει η Southern Lord με την ονομασία Labour of Love, καθώς και ότι το Heavy Kingdoms περιέχει μία εκπληκτική διασκεύη, το Highway Kind, τραγούδι ενώς τύπού, ο οποίος μουσικά ήταν στα χωράφια του folk/country, έγραφε εκπληκτικούς στίχους και τριγύρναγε και αυτός με την ακουστική του κιθάρα, σχεδόν πάντα άφραγκος, μόνιμα εθισμένος και ελάχιστες φορές ευτυχισμένος, του Townes Van Zandt. Όσοι είχαν δεί τον Scot Kelly στην συναυλία του στο Mo' better πριν κάποιο καιρό θα θυμουνται πως και εκείνος είχε πεί ένα τραγούδι του, το Tecumseh Valley. Για όποιον ενδιαφέρεται υπάρχει και ένα ντοκιμαντερ για τον Townes το 'Be Here To Love Me'.


Καλή βδομάδα.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Howlin' Wolf - The Howlin' Wolf Album (1969)

"Now I didn't like it, you see. These queer sounds, you see. These electric guitars, they got them queer sounds. Most people still don't understand it. You know what I mean?"

Η εικόνα δεν είναι φτιαγμένη από κάποιον εξυπνάκια οπαδό. Είναι το εξώφυλλο του album. Και η ατάκα σε εισαγωγικά ακούγεται δια στόματος του ίδιου μέσα στο δίσκο. Και είναι η αλήθεια. Το 1968 ο Chester Burnett ή κατά κόσμο Howlin’ Wolf, πείθεται από την εταιρία του να ηχογραφήσει ένα δίσκο με κομμάτια που είχε ήδη γράψει σε παλιότερα albums, αλλά αυτή τη φορά με έναν έντονο ψυχεδελικό αέρα.

Πιο συγκεκριμένα, ο Marshall Chess της Chess records (μούτρο της εποχής που έχει δουλέψει με blues και rap καλλιτέχνες αλλά και σαν δεξί χέρι των Stones στα 70’s), μυρίζεται φράγκα στην επιτυχία του Jimi Hendrix αλλά και στην τότε αναβράζουσα ψυχεδελική σκηνή των Η.Π.Α. και στρώνει τον Burnet να επανεκτελέσει τα κλασικά, ωμά και ακατέργαστα blues του με Summer of Love oriented ενορχηστρώσεις.

Βέβαια, η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ Chicago και San Francisco είναι μεγάλη. Μεγάλος ήταν επίσης και ο Howlin’ Wolf που το 1969 είχε ήδη 10 βαρύγδουπα έτη δισκογραφίας στην πλάτη του και από την αρχή στράβωσε με το όλο εγχείρημα. Τα late 60’s όμως, ήταν χρόνια πειραματισμού και αυτό πιθανόν να έπεισε τον αγαπημένο bluesman να γράψει το δίσκο παρά τις όποιες ενστάσεις του.

Εμπορικά ο δίσκος δε τα πήγε καλά, σε αντίθεση με το αντίστοιχο πείραμα στο “Electric Mud” album του Muddy Waters, υποκινούμενο πάλι από τον Marshall Chess, για τις ανάγκες των ηχογραφήσεων του οποίου είχαν χρησιμοποιηθεί οι ίδιοι μουσικοί. Πιθανόν να φταίει το εξώφυλλο που σε πιάνει από τα μούτρα. Πως γίνεται να αποδώσει ένα εγχείρημα του οποίου ο πρωταγωνιστής δεν πιστεύει ο ίδιος σε αυτό άλλωστε? Κάτι τέτοιο έχει δηλώσει και ο ίδιος ο Howlin’ Wolf. Ο Chess μάλλον έμαθε το μάθημά του για το artwork καλά, αφού αργότερα συνέβαλε στη δημιουργία του υπερεπιτυχημένου και διεθνώς αναγνωρίσιμου logo των Rolling Stones με τη γλώσσα…

Στο ζουμί τώρα. Θεωρώ τον Howlin’ Wolf την καλύτερη φωνή των Blues. Ο δίσκος αυτός περιλαμβάνει τα τραγούδια που θα βρεις πάνω κάτω σε κάθε best of συλλογή του, υπογεγραμμένα συνήθως από τον ίδιο ή/και τον άρχοντα Willie Dixon. Το πείραμα να μπολιάσουν με ψυχεδέλεια τον τραχύ και απλό ήχο του, στα δικά μου αυτιά στέφεται με επιτυχία, διότι αποτελεί επί της ουσίας ένα δίσκο διασκευών από τον original δημιουργό. Με ιντριγκάρει επίσης το ότι ενώ έχουμε συνηθίσει να ακούμε rockers να προσκυνάνε το ιερό ιδίωμα των blues, είτε απευθείας μέσω της μουσικής τους, είτε μέσω δηλώσεων, εδώ συμβαίνει το αντίθετο, ο «παλιός» κοιτάζει μπροστά! Σύμφωνοι, τα τραγούδια σε σύγκριση με τις αυθεντικές τους εκτελέσεις, χάνουν ένα μεγάλο μέρος της μελαγχολίας, της πουτανιάς και της αλητείας τους. Γίνονται όμως πιο ταξιδιάρικα, πιο “feelgood”. Θα τα γουστάρουν τόσο οι άνθρωποι που ανατριχιάζουν στη σκέψη του Monterey Pop festival όσο και οι ασήκωτοι ρέκτες των blues που κάπου κάπου θα παραγγείλουν mojito αντί για bourbon.

Προφανώς ο Chester Burnett το 1969 παραήταν περπατημένος για να ψαρώσει με αγάπες, λουλούδια και ταξίδια με Lsd. Μαγκιά του όμως που μπήκε σε νέα χωράφια (τα οποία βεβαίως είχε, έστω και άθελά του, καλλιεργήσει νωρίτερα)και τα κατάφερε, κι ας ήταν αρνητικός εξ’ αρχής. Μαγκιά και των μουσικών που έχουν κάνει τρομερή δουλειά βέβαια. Σε καμία περίπτωση δε θα θυμόμαστε τη φωνή τη φυσαρμόνικα και την κιθάρα του χάρη σε αυτό το δίσκο. Είναι όμως μια ιδιαίτερη προσέγγιση στη μουσική του που ανά διαστήματα θα φροντίζουμε να απασχολεί το στερεοφωνικό μας. Μπορεί να γκρίνιαζε όσο ήθελε γι’ αυτό το δίσκο, αλλά ακόμα και εδώ, ο λύκος αλυχτούσε.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Routes - Land of Holy Dope


Άμα μπορώ αβίαστα να βγάλω ένα συμπέρασμα για τις μουσικές προτιμήσεις μου μετά από αρκετά χρόνια που πηγαίνω σε συναυλίες είναι πως, εάν το συγκρότημα είναι καλό live, τότε μικρή διαφορά θα κάνει το ηχογραφημένο υλικό στην εικόνα που έχω ήδη σχηματίσει. Οι Routes λοιπόν ανήκουν στην κατηγορία των ελληνικών συγκροτημάτων όπου έχω απολαύσει μόνο ζωντανά, μέχρι τώρα τουλάχιστον που έπεσε στα χέρια μου το Land Of Holy Dope. Ανέκαθεν γούσταρα το alcohol-driven ύφος τους, την φασαρία που κάνανε με τις δύο κιθάρες αλλά και με την προσθήκη ατόμου με σκοπό να ομορφαίνει τα κομμάτια με effects. Αυτή η γνώμη λοιπόν δύσκολα θα άλλαζε αμά ο δίσκος τους δεν ήταν καλός αλλά εδώ δεν μιλάμε για αυτή τη περίπτωση.
Το Land Of Holy Dope είναι από τις πιο καλές εγχώριες (και όχι μόνο) δουλειές που άκουσα τελευταία. Συγκροτήματα που θα σε κάνουν να θέλεις να αράξεις για λίγο σε κάποιο ηλιόλουστο μπαλκόνι, να τσιτώσεις την ένταση σε κάποια νυχτερινή βόλτα με το αμάξι ή να ξυπνήσεις με τίγκα όρεξη για τεμπελιά δεν θα λείψουν ποτέ στον χώρο του stoner, βρίσκω όμως τους Routes να λειτουργούν υπέροχα σε αυτές τις καταστάσεις και δεν νιώθω την ανάγκη να το αντικαταστήσω με τίποτα άλλο στο cd player.
Με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο στις αλλάγες που κάνανε στον ήχο τους. Τα γκάζια παραμένουν όπως είχαν αλλά η αγριάδα έχει δώσει λίγο πιο πολύ χώρο στις πιό tripαριστές στιγμές τούς. Νομίζω πως ακούω να πηγαίνουν και στους ίδιους λίγο καλύτερα οι αλλαγές αυτές, η μουσική τους, τους βγαίνει πιο έυκολα με αποτέλεσμα ολόκληρος ο δίσκος να ρέει χωρίς κοιλιές ή βαρετά σημεία. Γενικά οι φαν του ήχου θα βρούν αρκετά καλά σημεία που θα την 'πατήσουν' όπως εγώ, και από την δευτερή ακρόαση θα ψιλομουρμουρίζουν το 'Fine' ή το 'Hit the ground'.
Τώρα όσοι δυσανασχετούν στην ιδέα να ακούσουν συγκρότημα με δίσκο ονόματι Land of Holy Dope, και τραγούδια με τίτλους όπως 'Maryjuane and the Kingdom Comes' , 'A Million Pills' και 'Help me Doctor to get High' καλά θα κάνουν να μην το ακούσουν. Όχι για κάποιο άλλο λόγο, αλλά γιατί θα τριγυρνάνε και θα λένε πως είναι μουσική για μαστούρηδες. Κατι σαν να λες πως οι Cannibal Corpse είναι μουσική μόνο γαι ψυχοπαθείς δολοφόνους που διατηρούν την φόρμα τους με αυστηρή δίαιτα αποτελούμενη από νεογέννητα. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια απο το γυμνάσιο όμως...

Καλή βδομάδα.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Cannibal Corpse - Torture (2012)

Αισίως ο δωδέκατος δίσκος των κανίβαλων. Συνήθως οι μπάντες με εικοσιδύο χρόνια παρουσία στο χώρο δεν έχουν πολλά να προσφέρουν. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει όμως με τους Cannibal Corpse. To “Torture” τους βρίσκει σε απίστευτη φόρμα και με ελαφρώς old school διάθεση.

Το αμερικάνικο συγκρότημα αποφάσισε να ξεσκονίσει παλιούς thrash metal δίσκους και αφού έφεραν μερικές βόλτες πάνω στη βελόνα, ενσωμάτωσαν διακριτικά το feeling της εποχής μέσα στον trademark ήχο τους. Φυσικά το αποτέλεσμα είναι το γνωστό τεχνικό brutal death metal και τίποτα λιγότερο. Την παραγωγή επιμελήθηκε για τρίτη συνεχόμενη φορά ο Eric Rutan (Hate Eternal, Morbid Angel). Alex Webster, Paul Mazurkiewicz, Pat o’Brien (ex- Nevermore) αλλά και ο «επαναπατρισμένος» Rob Barret, συμβάλουν όλοι στη δημιουργία των τραγουδιών τα οποία όταν πατήσεις play βρίσκονται στο έλεος της κτηνώδους φωνής και του αβυσσαλέου έχω-πιο-παχύ-λαιμό-και-από-τον-Mike-Tyson-headbanging του Corpsegrinder.

Προφανώς δεν ξανά ανακαλύπτουν τον τροχό, δεν πρωτοτυπούν και φυσικά δε μιλάμε σε καμία περίπτωση για τον καλύτερο δίσκο της καριέρας τους. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό όμως, το Torture τους βρίσκει δισκογραφικά συνεπείς, καθότι συνθετικά και εκτελεστικά όλα τα κομμάτια κυμαίνονται στα πολύ υψηλά επίπεδα ποιότητας που μας έχουν συνηθίσει. Η απόκτησή του είναι must για κάθε “gore obsessed” οπαδό. A! Και για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια, επιτέλους splatter εσώφυλλο!

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

Christian Mistress - Possession (2012)



Μετά τους φοβερούς Royal Thunder, η ειδικευόμενη στον ακραίο ήχο Relapse, πιάνει το σφυγμό της εποχής και υπογράφει τους Christian Mistress απo την Washington. Ήδη, από τα πρώτα δείγματα της δουλειάς τους, τους είχα ξεχωρίσει, αλλά περίμενα να διαθέσουν ολόκληρο το δίσκο τους για streaming στην bandcamp σελίδα τους, ώστε να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη άποψη.

Το Possession album λοιπόν, που ακολουθεί το Agony and Opium του 2010, είναι τεράστια δισκάρα. Πρόκειται για βουτιά στα άδυτα του παρελθόντος της σκληρής ηλεκτροδοτούμενης μουσικής, ανάδυση στην επιφάνεια με το θησαυρό στα χέρια και εν συνεχεία τοποθέτησή του στο πιο ταιριαστό σημείο μιας σκηνής την οποία καβαλάνε ένα μάτσο πιτσιρικάδες του σήμερα και την κάνουν μονομιάς να δείχνει μικρή κάτω από τα πόδια τους.

Το παράκανα λες? Ρίξε μια "αυτιά". Όλο το μεγαλείο των κολοσσών, Ευρωπαίων και Αμερικάνων, από τη δεκαετία του 1970 και δώθε, παρελαύνουν πάνω στις ταστιέρες, τα δέρματα των drums και τους μαγνήτες του μικροφώνου και ξεχύνονται με ορμή από τα ηχεία σαν ένα μείγμα ομοιογενές που έχει γεύση...2012! Δεν ξέρω πως τα καταφέρνουν, ούτε με νοιάζει. Όταν έχω εννιά τραγούδια να ακούσω και μέσα τους δεν υπάρχει ούτε ένα filler, όταν όλος ο δίσκος ρέει σαν ολότητα αλλά λίγο πριν το τέλος σου πετάνε και ένα hit-άκι σαν το Haunted Haunted, που κάνει τους πιo βαρύμαγκες heavy rockers να κοκκινίζουν και τις οπερατικές ντίβες του metal να κρύβονται πίσω από τόνους make up και photo shop, οι μέθοδοί τους δε με απασχολούν.

Πως περιγράφεις όμως τη μουσική τους? Ηard rockin' occult heavy metal ίσως. Μερικές φορές οι ταμπέλες λειτουργούν ανασταλτικά μπροστά στην αξία ενός αυτόνομου δίσκου, αλλά κάπως πρέπει να το περιγράψουμε. Λιγότερο doom από τους Blood Ceremony, λιγότερο occult από τους Devil's Blood, οι CM ηχούν σαν Angelwitch με εμφανείς αλλά σωστά τοποθετημένες επιρροές από Thin Lizzy, Black Sabbath αλλά και Saxon και Aerosmith. NWOBHM που κάποιες φορές γέρνει περισσότερο προς MSG παρά προς Priest αν θες. Τα δυνατά χαρτιά τους είναι η διπλή κιθαριστική καταιγίδα τους που, κεραυνοβολεί πραγματικά τραγούδια όπως το ομότιτλο Pοssession (Aπό τους Σουηδούς Faith, they have done their homework και μας πιάνουν αδιάβαστους), αλλά και η τραγουδίστρια Christine Davis. Η κοπελιά είναι ατόφιο heavy metal λαρύγγι με βαθύ συναίσθημα. Στη φωνή της, οι γνώστες θα διακρίνουν το πνευματικό τέκνο της Grace Slick, και αυτό είναι πολύ βαριά κουβέντα...

Ξεχάστε ντίβες που διατηρούν προσωπικές σελίδες με tips καλλωπισμού. Ξεχάστε τους Huntress που τρώνε μεγάλη προώθηση, τα πλαστικά βυζιά τους, την πλαστική παραγωγή τους και το Arch Enemy wannabe/cheeseburger occult metal τους. Θέλουμε τις γυναίκες αληθινές, καμπυλωτές και να ιδρώνουν rock n roll! Αν υπάρχει έστω και μια στάλα αξιοκρατίας, οι Christian Mistress θα γίνουν τεράστιοι!


http://christianmistress.bandcamp.com/

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Shocker OST (1989)


Οι περισσότεροι θα θυμάστε τον σκηνοθέτη Wes Craven από τη σειρά ταινιών "Scream" που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του '90. Στο τέλος της δεκαετίας του '80, ο εν λόγω κύριος σκηνοθέτησε την ταινία "Shocker", της οποίας το soundtrack θα μας απασχολήσει εδώ.

Η απόκτηση του OST αυτής της ταινίας, υπήρξε για χρόνια ευσεβής πόθος, κυρίως για τη διαφορετική εκτέλεση του "Sword and Stone". Όταν τελικά το πέτυχα σε ράφι και φυσικά το "χτύπησα", συνειδητοποίησα ότι έχει πολύ περισσότερο ζουμί. Αρχικά, το έχει επιμεληθεί ο στιχουργός / guru του 80's ήχου / διεθνής Φοίβος, Desmond Child. Ο άνθρωπος δηλαδή που έχει υπογράψει επιτυχίες ονομάτων όπως Kiss, Bon Jovi, Scorpions, Alice Cooper, μέχρι και το Disco Girl του Σάκη Ρουβά (χα!). Αν λοιπόν το αυτί σου γουστάρει μελωδία εδώ μιλάμε για εγγύηση.

Το album ανοίγει και κλείνει με το ομότιτλο "Shocker" από μία παντελώς άγνωστη μπάντα ονόματι "Dudes of Wrath". Ώπα! Σου θυμίζει κάτι η φωνή του τραγουδιστή? Οι "Dudes of Wrath" δεν είναι άλλοι από τους Paul Stanley (KISS), Desmond Child, Tommy Lee (Motley Creu) και Alice Cooper που δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για της ανάγκες αυτού του soundtrack. Συνέχεια με Iggy Pop στο "Love Temptation", ένα πετυχημένο αμάλγαμα new wave κουπλέ με hard rock ρεφραίν, για να περάσουμε στους Megadeth που διασκευάζουν το "No more Mr Nice Guy" του Alice Cooper, τον οποίο ο Dave Mustaine θεωρεί ως πνευματικό πατέρα από τότε που τον βοήθησε να κόψει τα ναρκωτικά. Βέβαια όπως αποκάλυψε η σκηνοθέτης Penelope Spheeris (βλ. "The Decline of Western Civilaization", Wayne's World), στο επεισόδιo της σειράς Behind the Μusic του μουσικού καναλιού VH1 που αφορά τους Megadeth, ο Μustaine ήταν τόσο λάσπη τη μέρα των γυρισμάτων του Video Clip, που δε μπορούσε να τραγουδά και να παίζει κιθάρα παράλληλα!

Το επόμενο τραγούδι είναι το "Sword and Stone" από τους Γερμανούς Bonfire. Ο συγκεκριμένος μελωδικός Hard Rock ύμνος φέρει (προφανώς) την υπογραφή του Desmond Child, του Paul Stanley αλλά και του Bruce Kulick (ΚISS, Michael Bolton, Grand Funk Railroad) και έχει εκτελεστεί πρώτη φορά από τον Paul Dean (Loverboy) στο δίσκο Hardcore του 1988, ενώ μπορεί κανείς να βρει και μια εκτέλεση των KISS. Κάθε version έχει τη δικιά της γλύκα.

Kαί μια που μιλάμε για γλύκα, το AOR της Saraya και των Voodoo X που συμμετέχουν με τα "Τimeless Love" και "Τhe Awakening" αντίστοιχα, μελώνουν τα ηχεία. Πρόκειται για δύο AOR μπάντες πυροτεχνήματα των 1980's που στη βραχύβια πορεία τους έκαναν καλά τη δουλειά τους, αλλά μέχρι εκεί. Τα δύο τραγούδια που υπάρχουν στο album πάντως μπορεί να είναι άκρως αγαπησιάρικα και keyboard oriented, κρίνονται όμως ως άκρως ποιοτικά δείγματα του ήχου.

Το "Demon Bell" των Dangerous Toys ξεχωρίζει ως το ατόφιο hard rock τραγούδι του δίσκου. Ο τραγουδιστής Jason Mcmaster μόνο τυχαίος δεν είναι. Έχει "ντύσει" άλλωστε το Enegetic Disassembly των tech thrash θεών Watchtower, πριν αφιερωθεί στο ποζεράδικο hard rock, το οποίο του πάει πολύ. Μάντεψε γιατί το επόμενο album των Watchtower έχει τραγούδι που λέγεται "Dangerous Toy"...

Τα ίχη των Dead On που συμβάλουν με το Different Bread χάνονται εκτός από κάποιες μη διασταυρωμένες μαρτυρίες που τους θέλουν μπάντα του ενός δίσκου, συνεπώς επιφυλάσσομαι. Το τραγούδι έχει έναν SOD / Suicidal Tendencies crossover αέρα και φέρνει κατά νου βερμούδες και ανάποδα καπέλα.... Το ίδιο κάνει βέβαια και το "Sockdance", πάλι από τους Dudes of Wrath. Εδώ μπορεί να ακούσει κανείς τον Alice Cooper να ραπάρει! Είναι τέτοια η φωνή του βέβαια που πιό πολύ σε τσαμπουκά φέρνει παρά σε rap battle.

Τρομερό ενδιαφέρον έχει τούτο το δισκάκι. Ποικιλία σε συμμετοχές και μουσικά στύλ, αλλά και σε ιστορικό ενδιαφέρον. Το μελωδικό Hard Rock και το Heavy Metal μεσουρανούσε στις HΠΑ κατά το δεύτερο μισό των 80's και προέτρεπε σκηνοθέτες να ντύσουν τις ταινίες τους με ανάλογους ήχους. Μην ξεχνάμε όμως ότι είναι 1989. Η δεκαετία του 80 δύει και οι εταιρίες επρόκειτο να παρατήσουν το Thrash Metal και το Hard Rock και να στραφούν σε άλλες μουσικές σκηνές για να τις απογειώσουν και στη συνέχεια να τις ξεζουμίσουν. Οι βαριές κιθάρες θα ξανακάνουν την mainstream εμφάνισή τους δίπλα σε "τραγουδιστές" που ήταν περισσότερο wigers παρά χρυσά λαρύγγια. Με αυτή τη λογική, μέχρι και προφητική θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή η συλλογή. Ποζέρια, heavymetalάδες και νοσταλγοί των 80's, καλά θα κάνετε να ρίξετε μια αυτιά τουλάχιστον!

Σχετικά με την ταινία δε μπορώ να εκφέρω άποψη, διότι δεν την έχω δει ακόμα!


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...